Η έκφραση της λαϊκής βούλησης και το πρόβλημα του γιαουρτώματος (σπονδυλωτό αφήγημα)

| Ετικέτες , | Posted On Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

του Παναγιώτη Θ. Ρέππα

Αφήγημα πρώτο
Ο επιδέξιος γάτος

Είναι λυπηρό το θέαμα του προπηλακισμού και μάλιστα ανθρώπων, που δεν βρίσκονται πλέον στην νιότη τους, αλλά ομολογώ, ότι αντιμετωπίζω τα τελευταία γεγονότα με ανάμικτα συναισθήματα χαιρεκακίας και δέους. Χαιρεκακία για το τσαλάκωμα των επαγγελματιών της πολιτικής (εφόσον βέβαια τα περιστατικά παραμένουν στο επίπεδο απλού τσαλακώματος) και δέος γιατί βλέπω, ότι ξεκινήσανε τα όργανα (και συγκεκριμένα τα Αραβικά τουμπερλέκια)...



Από εικοσαετίας είδα, ότι το τρελό καταναλωτικό ξεφάντωμα, θα κατέληγε σε θρήνους και κοπετούς, όμως τότε δεν τολμούσα να αρθρώσω δεύτερη λέξη. Που να τολμήσεις εκείνη την εποχή να πείς, ότι ο πλούτος, για τον οποίο όλοι τσακώνονται, είναι δανεικά (και όχι μόνο δανεικό χρήμα, αλλά και «δανεισμός» φυσικών πόρων από μελλοντικές γενεές, στις οποίες αποδίδεται κατεστραμμένο περιβάλλον). Μήπως πριν είκοσι χρόνια το εξωτερικό χρέος ήταν σε λογικά επίπεδα για μία χώρα με την δική μας παραγωγική βάση και τον δικό μας πληθυσμό; Μήπως πριν είκοσι χρόνια η οικονομία μας δούλευε με διαφάνεια και ορθολογισμό; Μήπως και τότε (και πριν) το κράτος δεν ήταν εχθρός του παραγωγικού επαγγελματία; (αλλά ο καλύτερος σύμμαχος των γραφειοκρατικοδίαιτων ειδικοτήτων). Μήπως από τότε δεν ήταν καταφανές, ότι η υψηλή παραγωγικότητα (σε σχέση με το παρελθόν) στην αγροτική οικονομία και την βιομηχανία- μεταφορές κ.λ.π. και μάλιστα από τόσο λίγο προσωπικό σε αυτούς τους τομείς, οφειλόταν στον άμετρο βιασμό της φύσης; Βέβαια τα πράγματα χειροτέρεψαν περαιτέρω σε αυτό το διάστημα, αλλά υπήρχε περίπτωση να μην γίνει τελικά έτσι; Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς μάντης, ή σοφός, ή κορυφαίος οικονομολόγος για να το δεί· κι όμως ο καυγάς ήταν για το κομμάτι της δανεικής πίτας, που ήθελε ο καθένας να οικειοποιηθεί. Ολοι πίστευαν (ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν), ότι ο πλούτος αυτός ήταν αποτέλεσμα σκληρής εργασίας και μάλιστα η κάθε συντεχνία προέβαλε την δική της «καταλυτική» συμβολή στην «δημιουργία» αυτού του «πλούτου» και απαιτούσε ανάλογο μερίδιο. 

Η συντεχνία των (μεγαλο)επιχειρηματιών και των γιάπηδων μας έλεγε, ότι ο πλούτος οφείλεται στα δικά τους μαγικά κόλπα, που δημιουργούν (!!!) υπεραξίες. Τι είναι υπεραξία; Δεν είναι να το να φουσκώνεις την αξία του εμπορεύματος σου; Μα τότε δεν κλέβεις (την υπεραξία) από το κορόιδο, που το αγοράζει; Το ότι και αυτός με την σειρά του πιθανόν να έχει καρπωθεί ανάλογες υπεραξίες μειώνει το βάρος της κλοπής; Κάποιοι δεν πληρώνουν τελικά αυτό το βάρος; Προφανώς αυτοί, που δεν μπορούν να «δημιουργήσουν» υπεραξίες.

Η πολιτικάντικη συντεχνία είχε διπλό ρόλο. Το εκάστοτε κυβερνών κόμμα και τα συν αυτώ γκόλντεν λαμόγια έλεγαν, ότι αυτοί πρωτίστως είναι οι μάγοι, που έφερναν χρήμα με το τσουβάλι από την Ε.Ε.. Ετσι στον συνένοχο λαό (που ήξερε τις αρπαχτές τους και τις ενέκρινε σε όλες τις εκλογές) διαμορφωνόταν η αντίληψη, ότι δικαιούνται τις «χορηγίες» τους. Αν αυτοί που κατάφεραν να καθίσουν σε ένα γραφείο του δημόσιου, ή του ιδιωτικού τομέα, το μισό ενεργό πληθυσμό δεν είναι μάγοι και άξιοι βασιλικής αμοιβής, τότε ποιος είναι; Αμα το γιάπικο γατάκι* καθίζει μία γκομενάρα στο αυτοκίνητο του και μετατρέπει τις λαμαρίνες σε περιπόθητο θησαυρό, μας λέει ότι είναι μάγος, τότε ο γάτος ο αλάνης, το κυβερνητικό τζιμάνι, που παίρνει ένα κωλόχαρτο, το γυρνάει σε πενήντα γραφεία, μαζεύει πενήντα υπογραφές και στο κάνει να αξίζει πενήντα σακιά στάρι τι είναι; Υπάρχει κανένα γατάκι παγκοσμίως, που μπορεί να δημιουργήσει τις υπεραξίες του Ελληνικού δημοσίου; 

Ηταν πολύ βολικό για όλους να παίζουν τις γραφειοκρατικές κουμπάρες και να βαυκαλίζονται, ότι συνδημιουργούν πλούτο …Ετσι το να κάνεις τα στραβά μάτια για τα λαμόγια, που άρμεγαν από τα χρωστούμενα, δεν ήταν και έγκλημα. Εκλεβαν ασύστολα τα φράγκα των κουτόφραγκων …αλλά πάλι μοιράζονταν αρκετά στο καταναλωτικό πάρτι, που μετείχαμε σχεδόν όλοι. Η μαγκιά ήταν, ότι ο Ελληνικός καπιταλισμός δεν εγκλωβίστηκε στα παρακατιανά παραγωγικά μοντέλα της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και άλλων κρυόκωλων. Αφήσαμε τους φτηνούς υλιστές στην παραγωγική μιζέρια τους και στήσαμε (με την σοφή καθοδήγηση των κυβερνητικών πολιτικών και των «ειδικών επιστημονικών» συμβούλων τους) την πιο κερδοφόρα επιχείρηση: παραγωγή χαρτούρας και αέρα κοπανιστού. Η μηχανή δούλευε τόσο καλά, που κάθε παραγωγική εργασία έγινε ασύμφορη σε αυτόν τον τόπο. Αυτό μας έλειψε το περιούσιον έθνος να ασχολείται με ποταπά έργα. Οποιος αχρείος επέμενε να ασχολείται με αυτά, ήταν προφανώς από φύση του κατώτερος και δεν είχε θέση ανάμεσα σε αυτόν τον εκλεπτυσμένο κόσμο. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε στάρι (αφού παράγουν οι Καναδοί). Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε αυτοκίνητα, μηχανήματα (αφού φτιάχνουν οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, οι Γιαπωνέζοι). Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε υπολογιστές, αφού φτιάχνουν οι Αμερικάνοι. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε υφάσματα, αφού φτιάχνουν οι Ινδοί, οι Αιγύπτιοι, οι Τούρκοι. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε πλοία, αφού φτιάχνουν οι Κορεάτες. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε τσολιαδάκια, αφού φτιάχνουν οι Ταϊβανέζοι. Και αφού μάλιστα μπήκαν και νέα κορόϊδα στην αγορά (Κινέζοι, πρώην ανατολικές χώρες κ.λ.π.) και αφού ξαφνικά πλημμυρίσαμε και από δουλικά, φυσικό ήταν το έθνος το εκλεκτό (καθοδηγούμενο από τους πολιτικούς γάτους, που μόνο από τους κόλπους του θα μπορούσαν να προέλθουν) να αφιερωθεί σε πιο ευγενή επαγγέλματα, όπως πραγματικά του αξίζει.

Ετσι γεμίσαμε από συντεχνίες «σκληρά» εργαζόμενων (πνευματικά και σωματικά) που κάθε μία από αυτές, με τις πλάτες αφενός των μόνιμων επαναστατών, αφετέρου της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης (δηλαδή της προηγούμενης και επόμενης κυβέρνησης) που στην αντιπολιτευτική της θητεία συναγωνιζόταν σε επαναστατικότητα τους επαγγελματίες επαναστάτες και με την καθοδήγηση των επαγγελματιών συνδικαλιστών, απαιτούσε (και κατάφερνε) μέσω των κλαδικών «αγώνων» την διαρκώς μεγαλύτερη ανισότητα από τους «απλούς» εργάτες του ιδιωτικού τομέα. Και ως κερασάκι στην τούρτα της πολιτικής και συνδικαλιστικής υποκρισίας είχαμε τις ετήσιες μονοήμερες και διήμερες απεργίες για τον κατώτατο μισθό- μεροκάματο ! Η «εργατική αλληλεγγύη» περιοριζόταν στην ετήσια φιέστα, που στην ουσία ήταν μία ακόμη αργία με αγωνιστικό περίβλημα για τους υποκριτές. Γιατί για το κατώτατο μεροκάματο δεν έκλειναν δρόμοι και αεροδρόμια, δεν κατέβαιναν διακόπτες του ηλεκτρικού, δεν είχαμε ούτε μία απεργία μέχρι τελικής δικαίωσης; Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί πονηροί και υποκριτές λοιπόν· είναι και ο λαός· αλλιώς δεν θα μπορούσαν να τον καβαλήσουν.

Δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω. Αντίθετα· όταν συνειδητοποίησα τα πάμπολλα δικά μου ελαττώματα, κατάλαβα γιατί πάμε τόσο στραβά. Γιατί είναι η ασημαντότητα μας, που κάνει τα στραβά μας να μην φαίνονται. Δυστυχώς όμως δεν φαίνονται ως μεμονωμένες περιπτώσεις· η μοιραία άθροιση από την ίδια την ζωή των σφαλμάτων όλων ημών των ασήμαντων φέρνει τα καταστροφικά αποτελέσματα, που δεν κρύβονται με τίποτα.

*copyright: Αντώνης Κανάκης (μη με περιλάβει και μένα κανάς Θέμος για αντιγραφέα) 


Αφήγημα δεύτερο
Λυκόπουλα· θηρευτές ή θηράματα;

Όπως είπα, τα τουμπερλέκια αντηχούν από την Σαχάρα σαν εξαγριωμένοι Δροσουλίτες. Το χάος στην αρχή είναι εντυπωσιακό και γοητευτικό και πάνω απ όλα εκτονωτικό· πολύ σύντομα όμως θα γίνει ανυπόφορος εφιάλτης, γιατί είναι πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Επειδή λοιπόν δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε για πολύ το χάος, σύντομα θα υποταχτούμε στον πιο δυναμικό εξουσιαστή, που θα προκύψει από την αιματηρή διαπάλη για την εξουσία. Οποιος και αν είναι αυτός, το βέβαιο είναι, ότι ο φόβος και ο ζόφος θα συντρίβουν για πολλά χρόνια τις καρδιές μας. Το λέω αυτό, γιατί πολλοί τελευταία, παρασυρμένοι από την οργή τους ορέγονται εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Δεν είναι ηρωισμός να βάλεις μπροστά την κρεατομηχανή· είναι αφέλεια και ματαιοδοξία. Καμία επανάσταση δεν κατέληξε στο ζητούμενο της· όλες άνοιξαν τον δρόμο σε μία νέα σκληρότερη κάστα εξουσίας και για ειρωνεία στα κορόιδα, που της έστρωσαν τον δρόμο, τμήματα της προηγούμενης κάστας εξουσίας και ρουφιάνοι του προηγούμενου καθεστώτος αλλάζουν στρατόπεδο και γίνονται αποδεκτοί από το νέο σύστημα, ενώ οι ίδιοι καταλήγουν σε φυλακές και εκτελεστικά αποσπάσματα. Σου λέει το καθίκι «αφού επαναστάτησες με τους προηγούμενους, γιατί να μην κάνεις το ίδιο και με εμάς; Ενώ ο άλλος είναι εγγυημένος ρουφιάνος».

Δεν ξέρω, αν θα φτάσουμε καν σε επόμενες εκλογές, χωρίς τέτοιου είδους εξελίξεις· αλλά και αν φτάσουμε με τους σημερινούς πολιτικούς όρους, παράταση ελάχιστων μηνών (ή και εβδομάδων) θα πάρουμε πριν το μοιραίο ξέσπασμα. Ολοι λέμε για αλλαγές, μεταρρυθμίσεις, ριζικές ανατροπές, όμως ο καθένας στο μυαλό του έχει κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Δεν πρέπει ο καθένας να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς εννοεί και να δούμε, αν μπορεί να προκύψει κάτι αποδεκτό από την πραγματική πλειοψηφεία του λαού; Αν δεν μπορεί, τότε τι να πω, καλή τύχη στον καθένα μας στον αντίξοο αγώνα για επιβίωση, που θα ακολουθήσει. Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον, όσο υπάρχει ακόμα καιρός για ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης. Ξέρω, ότι λέω πως ζυμώσεις και διαβουλεύσεις ετών (και δεκαετιών ίσως) πρέπει να γίνουν σε μήνες και εβδομάδες, αλλά είναι η μόνη περίπτωση να αλλάξουν οι πολιτικοί όροι πριν το χάος.

Το κύριο πρόβλημα με τις κυβερνήσεις είναι, ότι άλλα λένε πριν τις εκλογές (αφουγκραζόμενες τις επιθυμίες της κοινής γνώμης) και άλλα κάνουν μετά, στηριζόμενες στην ασάφεια και την αοριστολογία των όσων είπαν. Όχι ότι πολλές φορές δεν ανατρέπουν και τα λίγα, που είπαν με σαφήνεια, αλλά έγινε άτυπος θεσμός της πολιτείας μας πλέον, όσα λέγονται προεκλογικά, να θεωρούνται από τους ψηφοφόρους συγχωρητέες και απαραίτητες παρλαπίπες. Καθένας μας θεωρεί το επίπεδο των άλλων (συμπολιτών του) χαμηλό και συγχωρεί τις πολιτικάντικες τακτικές λέγοντας «έλα μωρέ· και τι να πεί ο άνθρωπος σε αυτά τα ζώα; Για το καλό τους γίνεται· άμα τους πεις την αλήθεια, υπάρχει περίπτωση να σε ψηφίσουν; Θα ψηφίσουν, αυτόν που τα λέει ευχάριστα». Πολύ λογικό και προσγειωμένο δεν ακούγεται αυτό; Εμπεριέχει όμως όλη την πονηρία ψηφοφόρων και ψηφιζομένων. Αν είναι χαμηλού επιπέδου οι συμπολίτες σου, γιατί δεν προσπαθείς, να τους το ανεβάσεις; Από ταπεινοφροσύνη ρίχνεις το δικό σου «υψηλό» επίπεδο στην χυδαιότητα των χειρότερων ψηφοφόρων; Η πιστεύεις, ότι όλοι είμαστε λιγούρια, που περιμένουν ένα κόκαλο; Δεν υπάρχουν καθόλου ψηφοφόροι κάποιου επιπέδου, που θα αναλάμβαναν να εκλαϊκεύσουν το όραμα, αν υπήρχε; Προσωπικά πιστεύω, ότι υπάρχουν δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, χιλιάδες πολίτες, που θα το έκαναν ανιδιοτελώς. Επίσης πιστεύω, ότι και όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι ζώα· στις προσωπικές τους υποθέσεις, γιατί είναι σοβαροί; (οι περισσότεροι) Απλά για αυτούς είναι βίωμα, ότι το κράτος δεν είναι δική τους υπόθεση, αλλά των επαγγελματιών της πολιτικής και των παραπολιτικών «επιστημονικών» ειδικοτήτων. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες της εξουσίας (όλων των πολιτικών χρωμάτων) φροντίζουν διαρκώς να ενισχύουν αυτή την αντίληψη, βάζοντας ο καθένας όσα περισσότερα τρομαγμένα πρόβατα μπορεί στο μαντρί του.

Όμως δεν είναι ακριβώς πρόβατα (τρομαγμένα είναι αναμφισβήτητα) και αυτό φαίνεται στην καθημερινότητα τους. Δεν είναι λοιπόν μόνο από άγνοια, η εξαχρειωμένη πολιτική τους στάση. Αν δεν γνωρίζουν τα πάντα, σίγουρα γνωρίζουν, ότι ακολουθούν και στηρίζουν λύκους· απλά ελπίζουν, ότι δια της υποταγής θα γίνουν λυκόπουλα. Η αφέλεια είναι αδελφή της πονηρίας· λες και θα μπορούσε να γίνει κοπάδι μόνο με λύκους και λυκόπουλα· τι θα τρώνε όλοι αυτοί; Όπως βλέπουμε και στην φύση, όταν υπάρχει έλλειψη θηραμάτων, οι λύκοι ρίχνονται και στα λυκόπουλα. Κι όταν εκείνα καταλαβαίνουν, πως δεν πρόκειται πιά για παιχνίδια, αλλά ήλθε η σειρά τους, αλυχτούν απελπισμένα « έλεος. Δικαιοσύνη. Τι κακό κάναμε;» Η ζωή μάς αποδεικνύει με δραματικό τρόπο (μέσα από την παρατήρηση της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας) ότι οι ολοφυρμοί και οι ολολυγμοί, οι κατάρες και οι οιμωγές σπάνια αποφέρουν θετικό αποτέλεσμα για τα θύματα. Αντίθετα καταδεικνύουν την αδυναμία τους στους θήτες (οι οποίοι σπεύδουν να την εκμεταλλευτούν). 

Επειδή κανείς μας δεν θέλει να καταλήξει θήραμα, πρέπει (οι πολίτες) να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας· και αυτό δεν σημαίνει οχλαγωγίες, αναβρασμούς, γκιλοτίνες. Αυτό σημαίνει προτάσεις συγκεκριμένες, συνολικές αλλά και εξειδικευμένες ανά τομέα. Ας κάνει ο καθένας (κόμμα, ομάδα, πρόσωπο) τις προτάσεις του και ας τις θέσει σε δημόσιο διάλογο. Αν εμείς οι ψηφοφόροι είμαστε υποχρεωμένοι να εκφραζόμαστε, όχι μόνο διά της ψήφου, αλλά και δια του λόγου, τότε αυτοί που ζητάνε την ψήφο (και την εξουσία) τι υποχρέωση έχουν; Να μας πετάνε συνθήματα ως προτάσεις; Ολοι μας ζητούν προκαταβολικά την έγκριση, για ότι και αν κάνουν μετά. Κανείς δεν μιλάει με συγκεκριμένες προτάσεις, ούτε για ένα θέμα. Ελεγε το ΠΑΣΟΚ προεκλογικά «πράσινη ανάπτυξη, ήλιος, άνεμος, διαχείριση απορριμμάτων κ.λ.π.. Ποιος θα έλεγε όχι σε αυτά; Είπε, ότι θα αυξάνει διαρκώς το ηλεκτρικό, για να χρηματοδοτεί όσους έχουν φράγκα να βάλλουν φωτοβολταϊκά; Είπε, ότι θα εγκλωβίσει την φτωχολογιά στα γκέτο, για να έχουν οι λεφτάδες (και όσοι μέχρι τώρα παρανόμησαν) την ησυχία τους στα εξοχικά τους; Είπε, ότι πράσινη ανάπτυξη είναι να αυξάνεις τα εισιτήρια στις αστικές συγκοινωνίες; Είπε ότι το «ο ρυπαίνων πληρώνει» ισχύει για το σαραβαλάκι του φτωχού, αλλά σε καμία περίπτωση για εκείνα, που ο ίδιος υφίσταται; Γιατί το σαραβαλάκι θα πληρώσει, ούτως ή άλλως τα «πράσινα» τέλη, ενώ ο μεγάλος βιομηχανικός ρυπαντής θα επικαλεστεί οικονομικά προβλήματα, εξωτερικό ανταγωνισμό, θέσεις εργασίας και θα γλιτώσει το μεγαλύτερο μέρος του πρόστιμου που δήθεν του επιβάλλεται, (αλλά και τα τέλη κυκλοφορίας, γιατί έχει «οικολογικό» αυτοκίνητο, και επίσης αντί να πληρώνει το ρεύμα, θα πληρώνεται, γιατί «ευαισθητοποιημένος» ων, στο σπίτι του έβαλε φωτοβολταϊκά και παθητικά ενεργειακά συστήματα). Είπε, ότι κάποιοι θα αναγκαστούν, να βγούν στο μεϊντάνι, γιατί θα γίνει ο τόπος τους χωματερή, χωρίς αποζημίωση για τις περιουσίες τους;

Όμως αυτά είναι ψιλά γράμματα, αφού κανένα κόμμα, κανένας υποψήφιος δεν μας λέει προεκλογικά ούτε καν το σύνταγμα που προτείνει. Εχει περάσει η αντίληψη, ότι το σύνταγμα είναι υπόθεση κάποιων σοφών ειδικών και εμείς οι πολίτες μπορούμε να έχουμε μόνο έμμεση συμμετοχή στην διαμόρφωση του. Κρίνουμε ποιος ειδικός φοράει καλλίτερο κουστούμι, ποιος έχει μεγαλύτερη ευφράδεια λόγου, καλύτερη φωτογένεια και καθορίζουμε δια της ψήφου μας ποιοι θα είναι κάθε φορά οι νομομάγειροι, ή ακόμη πιο έμμεσα, ποιοι θα ορίσουν τους νομομάγειρους. Περίεργη αντίληψη δεν έχει το σύστημα, που με θεωρεί ικανό να ορίσω τον νομοθέτη, αλλά ανίκανο να κρίνω τον νόμο; Από τότε που ερωτηθήκαμε, αν προτιμάμε εγχώριες δυναστείες αντί των Γλύξκμπουργκ, το μόνο που αποφασίζουμε, είναι ποιος οίκος θα αναλαμβάνει κάθε φορά τα ηνία.
Γιατί τα κόμματα, που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, δεν κάνουν το νομοπαρασκευαστικό τους έργο (τουλάχιστον όσον αφορά την πάγια νομοθεσία) και δεν το παρουσιάζουν στον λαό για διαβούλευση (πριν τις εκλογές); Ποια είναι η προετοιμασία για σοβαρή και δίκαιη ενάσκηση της εξουσίας, όσων την διεκδικούν; Δημόσιες σχέσεις, συνωμοσίες, πυροδότηση εξεγέρσεων, παρλαπίπες σε κανάλια και έντυπα· αυτή είναι η προετοιμασία όλων σχεδόν των επαγγελματιών της πολιτικής, γιατί το μόνο ζητούμενο είναι τα προνόμια της εξουσίας. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, η καθολική συμμετοχή και η εναλλαγή στις θέσεις εξουσίας μίας κοινωνίας είναι άγνωστος τόπος ακόμη και για τα πιο «ριζοσπαστικά» κόμματα. Δεν λέω, ότι η βουλή για παράδειγμα, ως νομοθετικό σώμα δεν θα κυριαρχείτο ούτως ή άλλως από τα παραπολιτικά επαγγέλματα (νομικοί, οικονομολόγοι κ.λ.π.) και εν γένει επιστήμονες και τεχνοκράτες· δεν θα έπρεπε όμως ανάμεσα στους τριακόσιους, να βρίσκονται και τριάντα απόμαχοι εργάτες και αγρότες πραγματικοί; Δεν θα έπρεπε όλοι αυτοί να κάνουν μία, ή (οι πράγματι ξεχωριστοί) το πολύ δύο θητείες; Το ίδιο και για κάθε άλλη θέση εξουσίας, ακόμη και για τις μη αιρετές (όπου είναι δυνατόν). Δεν θα έπρεπε να είναι πιο δύσκολη η μετάβαση από την μία εξουσία στην άλλη και γενικά η ισόβια παραμονή σε θέσεις δημόσιας εξουσίας;

Υποτίθεται, ότι κάποια κόμματα λένε περίπου τα ίδια, στην πράξη όμως όλα έχουν καθιερώσει μία εσωτερική κάστα επαγγελματιών της εξουσίας, που απλά αλλάζουν κομματικά πόστα (εκτός όσων μπορούν να βρίσκουν διέξοδο στα παραπολιτικά επαγγέλματα). Ακόμη και οι δαχτυλομετρούμενοι εργάτες και αγρότες που έφτασαν ποτέ στην βουλή, κατ ουσίαν δεν υπήρξαν ποτέ εργάτες, ή αγρότες· το επάγγελμα του συνδικαλιστή ασκούσαν (αλλά έχουν ένσημα, όσα δέκα πραγματικοί εργάτες ο καθένας). Αυτοί που λουφάρουν σε βάρος των συναδέλφων τους, μοστράρουν την λούφα ως αντίδραση στην εργοδοσία (με την οποία βέβαια είναι όλο χαμόγελα και πολιτισμένους τρόπους) και στο τέλος καταλήγουν επαγγελματίες «εκπρόσωποι» των εργαζομένων. Οι πιο πετυχημένοι στο επάγγελμα του συνδικαλιστή μπορεί να φτάσουν και στην βουλή, αλλά ποτέ ένας πραγματικός αγρότης, ή εργάτης. Καθένας που έχει θητεύσει σε χειρωνακτικά επαγγέλματα, γνωρίζει τι σόι δουλευταράδες έγιναν τελικά οι «εκπρόσωποι» του και γνωρίζει πολύ καλά τι σόι αλληλεγγύη και ήθος έδειχναν στο συντομότατο διάστημα της «εργατικής» τους καριέρας. Κι όμως αυτούς κρίνουν τα κόμματα άξιους για τις ελάχιστες θέσεις της εκπροσώπησης της εργατικής τάξης.

Κατανοώ, ότι καθένας, που υποστηρίζει ένα κόμμα, μπορεί να θεωρεί τα στελέχη του άξια για περισσότερες της μίας θητείες. Γιατί όμως, δεν απαιτεί το όριο των δύο θητειών; (και μετά ή ανώτερο αξίωμα, ή απλό μέλος του κόμματος και να γυρίσει σε κάποια, όχι κομματικοδίαιτη εργασία). Πως μπορεί να είναι κάποιος αναντικατάστατος για ένα αξίωμα, αλλά να μην μπορεί να πάει παραπάνω; Π.χ. κάποιος φτάνει στο ανώτατο κομματικό αξίωμα, του υποψήφιου πρωθυπουργού στις βουλευτικές εκλογές· αν δύο φορές δεν καταφέρει να γίνει πρωθυπουργός, γιατί να μην τελειώσει εκεί η ευδόκιμη ίσως κατά τα άλλα πολιτική του καριέρα του (ως στέλεχος) και να αναλάβει άλλος από το κόμμα του; Αυτό σημαίνει, ότι τα μέλη και οι ψηφοφόροι ακόμη και των πιο προοδευτικών κομμάτων θεωρούν τους εαυτούς τους ανάξιους να μετέχουν ουσιωδώς στις πολιτικές διεργασίες, παρά το ότι αισθάνονται πρωτοπόροι ως πολίτες (αφού κατά την γνώμη τους ακολουθούν το σωστό κόμμα). Πως περιμένουν λοιπόν οι «μάζες» των ψηφοφόρων των κομμάτων εξουσίας να λειτουργήσουν διαφορετικά; Τι βλέπουν αυτές οι «μάζες» στα δικά τους «πρωτοποριακά» κόμματα; Απλά κάποια άλλα λιγούρια, που ορέγονται κρατική εξουσία και λένε μεγάλα λόγια, μήπως και την υφαρπάξουν, ή για να διατηρούν τουλάχιστον τα προνόμια της κομματικής τους εξουσίας. Ο λόγος που κανένα κόμμα δεν πείθει για την ανιδιοτέλεια του, είναι ακριβώς αυτή η προσκόληση των στελεχών του στα προνόμια της εξουσίας.
Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος, που ούτε τα κόμματα της αριστεράς θέλουν δημόσια συζήτηση για την θεσμοθέτηση των κανόνων της δημοκρατίας (γιατί θεωρητικώς συμφωνούν με αυτά και θα αναγκάζονταν να τα αποδεχτούν, οπότε πάει περίπατο το επάγγελμα του πολιτικού αγωνιστή). Τον τελευταίο αιώνα επικράτησε η ιδέα, ότι η δημοκρατία πρέπει να κάνει πίσω σε σχέση με την «εξειδίκευση» (της διοίκησης). Οι παραπολιτικές ειδικότητες μονοπώλησαν, δήθεν από τις περίπλοκες ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, την εξουσία. Από την μία ο «επιστημονικός» καπιταλισμός και από την άλλη ο «επιστημονικός» σοσιαλισμός έπεισαν…ότι οι πολιτικές διαφορές, είναι διαφορετικές «επιστημονικές» προσεγγίσεις και δεν πέφτει λόγος στον απλό λαό, παρά να ακολουθήσει και να βροντοφωνάξει τα συνθήματα, που ακούγονται ευηχέστερα. Το ότι ο δεύτερος κατέρρευσε πριν είκοσι χρόνια χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς και ο πρώτος καταρρέει τώρα, χωρίς επίσης να τον ενοχλήσει κανείς, δεν φαίνεται να λέει και πολλά στους «ειδικούς επιστήμονες»…Πρέπει όμως έστω και την ύστατη στιγμή να ταρακουνήσει τον λαό. Όχι βέβαια για να σώσουμε τον «επιστημονικό» καπιταλισμό, αλλά για να φτιάξουμε το νέο πολίτευμα της πραγματικής δημοκρατίας, πριν ορμήσουν τα θηρία, για να μας κατασπαράξουν. Αυτή είναι η μόνη άμυνα των θηραμάτων. Αν μέχρι τώρα νομίζαμε, ότι οι «ειδικοί» κάνουν μαγικά, τώρα βλέπουμε, πως τα κόλπα τους ήταν απάτη. Η περίπλοκη δομή της οικονομίας και η χαώδης νομοθεσία έναν στόχο είχαν· την κυριαρχία των παραπολιτικών συντεχνιών, χωρίς βέβαια να θίγονται τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας· η περίφημη κοινωνία των δύο τρίτων. Βεβαίως οι εσωτερικές αντιθέσεις (μέσα σε αυτά τα δύο τρίτα) οι ανταγωνισμοί και οι διαγκωνισμοί δεν έλειψαν ποτέ (και γελοιοδέστατα έπαιρναν συχνά και «ιδεολογικό» χαρακτήρα), αλλά αυτή η διελκυστίνδα δεν είχε ποτέ στο ένα άκρο της αυτούς, που αναζητούσαν το δίκαιο· και στις δύο μεριές λιγούρια τράβαγαν το σκοινί.


Αφήγημα τρίτο
Το εργατικό τζιτζίκι

Ας δούμε λοιπόν σε ποιόν οφείλεται ο πλούτος (που όλοι διεκδικούν) και πού πρέπει να αποδοθεί. Αναμφισβήτητα στην προβιομηχανική κοινωνία ωφείλετο στην εργασία, τους καρπούς της οποίας υπέκλεπταν οι ανώτερες τάξεις. Στην βιομηχανική και μεταβιομηχανική κοινωνία όμως, ο πλούτος αυτός οφείλεται στην λεηλασία των φυσικών πόρων και μάλιστα εκείνων, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ανεξάντλητοι (η γονιμότητα της γης, η καθαρότητα του πόσιμου νερού, ο αέρας που αναπνέουμε κ.λ.π.) και δυστυχώς ακόμη και αν ήταν δυνατόν να μετατραπεί (το σύνολο του χρηματιστηριακού «πλούτου») σε διαδικασίες αποκατάστασης του περιβάλλοντος, μικρό μέρος της ζημιάς θα μπορούσε να αποκατασταθεί. Το κέρδος, ή η ζημία που προκύπτει από μία παραγωγική διαδικασία εξαρτάται από το προκύπτον όφελος μείον το κόστος παραγωγής, μείον τις (αναπόφευκτες) ζημιές. Το να μην λογαριάζουμε τις ζημιές είναι στρουθοκαμηλισμός και δημιουργική λογιστική. Το ότι κανείς μέχρι τώρα δεν πλήρωνε την περιβαλλοντική ζημιά, δεν σημαίνει, ότι δεν υπάρχει και δεν θα πληρωθεί. Όταν η περιβαλλοντική ζημιά, εκπεφρασμένη σε χρήμα, όπως θα δούμε στο πρώτο παράδειγμα, είναι πολύ μεγαλύτερη από το όφελος, για ποια κέρδη, που έπρεπε να μοιραστούν, μιλάμε; Αναμφισβήτητα αυτά τα κέρδη δεν ανήκουν στους καπιταλιστές που τα καρπώθηκαν, αλλά δεν ανήκουν και σε κανέναν άλλο από εμάς· ανήκουν στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος και δεν φτάνουν, ούτε για να θάψει η γάτα το σκατό της, όπως επίσης θα δούμε στα παρακάτω παραδείγματα. Αλλά και αν έφταναν και περίσσευαν, έπρεπε πάλι να μοιραστούν στα προνομιούχα δύο τρίτα των δυτικών κοινωνιών; Τα δισεκατομμύρια των πράγματι φτωχών, τι θα έπαιρναν; Παραθέτω τα παραδείγματα, σημειώνοντας ότι περιβαλλοντικό κόστος, είναι το κόστος της πλήρους αποκατάστασης (και όχι αυτό, που σήμερα λογαριάζουμε).

1. Ενα μεγάλο τροπικό δένδρο, που δίνει ξυλεία επιπλοποιείας αξίας πέντε χιλιάδων ευρώ, μας δίνει στην διάρκεια της (φυσιολογικής) ζωής του οξυγόνο αξίας τριακοσίων χιλιάδων. Δηλαδή με την τεχνολογία, που διαθέτουμε, μπορούμε να παράγουμε οξυγόνο ίσης ποσότητας με κόστος τριακόσιες χιλιάδες ευρώ. Βέβαια για να μας δώσει αυτήν την ξυλεία, έχει ήδη αποδώσει μεγάλο μέρος αυτού του οξυγόνου και (κανονικά) υπάρχει πρόβλεψη αναπλήρωσης· όμως ακόμη και το δέκα τοις εκατό να λογαριάσουμε για πραγματική χασούρα (που φυσικά είναι μεγαλύτερη) η ζημιά είναι έξι φορές μεγαλύτερη από το όφελος*. Και μιλάμε μόνο για μία περιβαλλοντική παράμετρο. Πόση είναι η αντιδιαβρωτική, η κλιματιστική, η χουμοπαραγωγική και εν γένει βιολογική αξία αυτού του δένδρου; 

Το ποια είναι η αξία της εργασίας καθενός μας λοιπόν είναι μέγεθος σχετικό. Δύο υλοτόμοι με δύο αλυσοπρίονα, λίγα απλά εργαλεία και κάποιο ερπυστριοφόρο (ή ελέφαντα) κόβουν, ξεκλαδίζουν, αποφλοιώνουν, μεταφέρουν και φορτώνουν το δέντρο σε δύο ημέρες. Αν πάρουν από εκατό ευρώ ( μεροκάματο και ένσημο), μπορούν να πουν ότι ο εργοδότης έβγαλε από την δουλειά τους τεσσεράμισι χιλιάρικα. Αν όμως προσμετρήσουμε, έστω μόνο το χαμένο οξυγόνο, βλέπουμε ότι κι αυτό το μεροκάματο από το οξυγόνο το πήρανε (φυσικά και ο εργοδότης το κέρδος του). Αν δε, μετρήσουμε την ανταλλακτική αξία αυτού του μεροκάματου με την ανταλλακτική αξία του πολύ σκληρότερου μεροκάματου των προγόνων τους υλοτόμων (που δούλευαν με τσεκούρια), θα δούμε ότι κι αυτή είναι πολλαπλάσια. Τότε ποιος τους έκλεψε τι; Βέβαια στο τροπικό δάσος δεν εργάζονται υλοτόμοι με Ελληνικά μεροκάματα, όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Αλλωστε και εκεί ο χωρικός προτιμά να αφήσει την δική του αγροτική εκμετάλλευση, για να πάει μεροκάματο σε δουλειές, όπως αυτή, γιατί είναι λιγότερο κουραστική και πολύ πιο προσοδοφόρα, ακόμη και από το να είναι αφεντικό στον δικό του μικρό αγρό, που καλλιεργείται με παραδοσιακό τρόπο και δεν προκαλεί περιβαλλοντική υποβάθμιση. Δεν εργάζονται σκληρά οι υλοτόμοι σήμερα; Εργάζονται, αλλά παίρνουν το αντίτιμο του μόχθου τους· τα υπόλοιπα (τα πολλά) είναι το αντίτιμο της περιβαλλοντικής καταστροφής, το οποίο όπως είπαμε δεν την αντισταθμίζει καν.

2. Δύο κορυφαίες πετρελαϊκές εταιρείες, η EXXON και η BP (οι οποίες υποθέτω, ότι διαθέτουν την πιο σύγχρονη τεχνολογία) προκάλεσαν δύο τεράστιας έκτασης καταστροφές και έριξαν δισεκατομμύρια με την σέσουλα για «αποκατάσταση». Τι έκαναν με αυτά; Απλά δωροδόκησαν τους ντόπιους ψαράδες με γερά μεροκάματα (άνευ απόδοσης) και ικανό διάστημα, ώστε να αποσοβήσουν τις άμεσες χοντρές αντιδράσεις. Επίσης πλήρωσαν ειδικούς δημοσίων σχέσεων, παραγωγές παραπλανητικών ντοκιμαντέρ για την δήθεν αποκατάσταση, πρόστιμα κ.λ.π.. Φυσικά ήταν αδύνατον και στις δύο περιπτώσεις να γίνει κάτι ουσιώδες, ακόμη και με όλα τα δισεκατομμύρια του κόσμου, αλλά και αυτά που έπεσαν, υπό φυσιολογικές συνθήκες ήταν ικανά να γονατίσουν και πολυεθνικές· μόνο που κάτι τέτοιο δεν έγινε, γιατί οι πολυεθνικές πάντα μετακυλίουν και διασπείρουν το κόστος στην κατανάλωση. Δεν το κάνουν εν θερμώ· αφήνουν να περάσει λίγος χρόνος (όπου εγγράφουν ζημιές και δεν πληρώνουν φόρους) και βρίσκουν αργότερα κάποια αφορμή (κάποιον πόλεμο, κάποια κρίση) για να το κάνουν. Θα πεί κάποιος «μα εδώ οι ρυπαντές κερδίζουν κιόλας». Και εδώ και σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις κερδίζουν (βλέπε εξαγορά ρύπων) αλλά τα κέρδη αυτά δεν ισοφαρίζουν (και δεν θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν) την περιβαλλοντική ζημιά. Αν το πρόβλημα λυνόταν με τα κέρδη τους, η εταιρείες πρόθυμα θα το έλυναν, για να «πουλήσουν» περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση (και θα ξανακέρδιζαν στην συνέχεια με την μετακύλιση του κόστους στην αγορά). Όμως και αν ακόμα το πετρέλαιο δεν χυνόταν στην θάλασσα και καταναλωνόταν κανονικά, η περιβαλλοντική ζημιά θα ήταν μικρότερη; Δυστυχώς τα του προηγούμενου παραδείγματος ισχύουν παντού. Εκτός των νάυλον και λοιπών πετροχημικών, που φτάνουν πάλι στους πυθμένες των ωκεανών, ή διαλύονται στο νερό, οι αέριοι ρύποι δεν είναι δυνατόν να κουλαντριστούν στις περισσότερες περιπτώσεις. Αλλά ακόμη και να συγκεντρώναμε τους αέριους ρύπους, είναι πάντα αδύνατο από οικονομικής πλευράς να προβούμε σε ανάστροφες χημικές αντιδράσεις και να πάρουμε οξυγόνο και πετρέλαιο, ή άλλης μορφής καύσιμο.
Η πεποίθηση ότι θα αρκούσαν τα κέρδη των μεγαλοκεφαλαιούχων, όχι μόνο για περιβαλλοντική αποκατάσταση, αλλά και για την αποκατάσταση των δισεκατομμυρίων απόκληρων και για την ικανοποίηση όλων των επιθυμιών των «αδικημένων» συντεχνιών, αποδεικνύει αφέλεια για αυτούς που τα πιστεύουν και πονηρία για αυτούς, που την εκπορεύουν. Η Σοβιετική οικονομία ήταν λιγότερο καταστροφική περιβαλλοντικά; Η σοφιστεία ότι ρυπαντής είναι μόνο ο παραγωγός, ενώ ο καταναλωτής είναι αθώος είναι το έσχατο ηθικό κατρακύλισμα μία κοινωνίας, που έμαθε να μην παράγει (επικαλούμενη άλλα «ανώτερα» έργα), να καταναλώνει εγωιστικά χωρίς περίσκεψη και από πάνω να πουλάει τζάμπα αγωνιστικό και οικολογικό φρόνημα. Μίας κοινωνίας που έφτασε στην πρόσφατη κουτοπόνηρη θεωρία του καταναλωτικοκεντρικού οικονομικού μοντέλου: « Αν δεν μας δώσετε άλλα λεφτά, πως θα καταναλώνουμε τα προϊόντα σας βρε αχάριστοι;» …Πραγματικά ακλόνητο οικονομικό επιχείρημα. Απορώ γιατί δεν το καταλαβαίνουν αυτοί οι ηλίθιοι οι πιστωτές; Τι να καταλάβουν όμως αυτά τα στουρνάρια από επιστημονική προσέγγιση της οικονομίας.

3. Όταν ξεκίνησε η εκβιομηχάνιση της γεωργίας (θεριστικές, αλωνιστικές, τρακτέρ, χημικά λιπάσματα κ.λ.π.) ένας εργάτης με ένα τέτοιο μηχάνημα αυτόματα αντικατέστησε 20 και 30 εργάτες γης. Το κόστος των τριάντα κακοπληρωμένων εργατών αντικαταστάθηκε από το κόστος του ενός (καλλίτερα πληρωμένου), της λειτουργίας και της συντήρησης των μηχανημάτων. Για την κατασκευή και την συντήρηση χρησιμοποιούνταν επίσης καλλίτερα πληρωμένοι τεχνίτες (σε σχέση με τους εργάτες γης) αλλά και πάλι το κόστος της εκβιομηχανισμένης παραγωγής ήταν πολύ μικρότερο από το κόστος των κακοπληρωμένων εργατών γης. Όπως είπαμε όμως, δεν λογαριαζόταν καθόλου το κόστος της μόλυνσης, που ξερνάνε αυτές οι μηχανές. Αν λογαριάζαμε σωστά και χωρίς προκαταλήψεις το κόστος της εκβιομηχανισμένης περίπτωσης (δηλαδή και το κόστος της πραγματικά πλήρους αποκατάστασης) θα βλέπαμε, ότι είναι τελικά μεγαλύτερο, ακόμα και αν οι τριάντα εργάτες γής ήταν λιγότερο κακοπληρωμένοι (αν δεν έφεραν δηλαδή το βάρος των φεουδαρχών- κοτσαμπάσηδων). Αν το δούμε με την αφέλεια και την κουτοπονηριά των αλαζονικών θεωριών εκείνης της εποχής ( ότι τάχα ο άνθρωπος δια της ευφυΐας του «νίκησε» «δάμασε» «υπέταξε» την φύση) τότε ο εργάτης που αντικατέστησε τους τριάντα δικαιούταν τα τριάντα μεροκάματα (και μάλιστα προσαυξημένα χωρίς το νταβατζηλίκι του κοτσάμπαση) μείον τα έξοδα απόσβεσης, λειτουργίας και συντήρησης. Αν το δούμε όμως με την σημερινή ματιά και πολύ περισσότερο με την ματιά του μέλλοντος, που διαγράφεται μετά από αυτήν την «νίκη», θα δούμε, ότι ο εργάτης αυτός δεν δικαιούται καν το μεροκάματο του ενός από τους τριάντα, γιατί ο εργάτης γης δεν επιβάρυνε σε τίποτα το περιβάλλον και χρειαζόταν μηδενικό κόστος αποκατάστασης για όσα παρήγαγε, ενώ η φουσκωμένη παραγωγή του βιομηχανικού αγρότη οφείλεται στην καταστροφή της γονιμότητας και του περιβάλλοντος γενικότερα**.

Θα μπορούσαμε (θεωρητικά) να παρακάμψουμε το περιβαλλοντικό κόστος (μια και μέχρι πρόσφατα δεν πληρωνόταν τίποτα γι αυτό) και να πούμε «και με ποια λογική αυτά τα λεφτά ανήκουν στον κοτσάμπαση;» Φυσικά και δεν του ανήκουν, η πραγματικότητα όμως επιβάλλει σε κάθε ματσωμένο επιχειρηματία να χρησιμοποιήσει μεγάλο μέρος του πλούτου, που συγκεντρώνει, σε παραγωγικές επενδύσεις, πράγμα που ούτως ή άλλως έπρεπε να γίνει. Ένα μέρος του πλούτου θα μπορούσε πράγματι να μοιραστεί (πάντα βέβαια εφόσον δεν υπήρχε αυτό το περιβαλλοντικό κόστος)· είναι αυτό που χρησιμοποιείται για την πολυτελή διαβίωση των πλουτοκρατών, των αυλικών, των ρουφιάνων και λοιπών υποχείριων τους. Και ως γνωστόν, όσο πιο πλούσιος είναι κανείς, τόσο μικρότερο ποσοστό του πλούτου του χρειάζεται να χρησιμοποιήσει για την πολυτελή διαβίωση του. Αυτά τα ποσά μόνο θα μπορούσαν να διανεμηθούν· όμως και αυτά γιατί θα έπρεπε να διανεμηθούν στους ήδη καλοπληρωμένους υπαλλήλους των κερδοφόρων επιχειρήσεων (και του συστήματος γενικότερα) όταν όπως είδαμε, η υψηλή αυτή κερδοφορία δεν προκύπτει από την δική τους εργασία, αλλά από την λεηλασία των φυσικών πόρων, των οποίων όλοι λογικά τυγχάνουμε ισότιμοι συνέταιροι; Συνεπώς και χωρίς κόστος περιβαλλοντικής αποκατάστασης, πάλι αυτά που θα ήταν να μοιραστούν, δεν θα ανήκαν στις αχόρταγες συντεχνίες των πληβείων, αλλά στα δισεκατομμύρια των απόκληρων.

Επίσης θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι οι φούσκες και οι «υπεραξίες» αν μοιραστούν ξεφουσκώνουν αμέσως. Οι ίδιοι οι καπιταλιστές δεν μπορούν εύκολα να τις διατηρήσουν (μόλις η Microsoft έχασε την μοναδικότητα στην τεχνολογική πρωτοπορία, η περιουσία του Γκέιτς έπεσε στο μισό· με τα ίδια περιουσιακά στοιχεία) όχι να μοιραστούν κιόλας. Αν ο χρηματιστηριακός πλούτος είχε πλήρη αντιστοιχία με την παραγωγική δυνατότητα, που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει, οι μετοχές δεν θα έπεφταν (αλλά ούτε και θα φούσκωναν χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα).

* Το δέντρο φυσικά κάποια μέρα θα πέθαινε και θα έπρεπε να κοπεί για να αντικατασταθεί από άλλο, που μεγαλώνει δίπλα του. Ωστόσο οι σημερινοί δασονομικοί κανόνες θεωρούν ώριμο (για να κοπεί) ένα δέντρο, που έχει ψιλοκαταλάβει τον θόλο του προηγούμενου. Αυτό μπορεί να συμβεί και στο ένα πέμπτο της φυσιολογικής ζωής του. Ένα τέτοιο δέντρο όμως, δεν έχει το ίδιο φύλλωμα και φυσικά δεν παράγει το ίδιο οξυγόνο. 

Βεβαίως δεν συμφέρει (ούτε από πλευράς οξυγόνου) να αφήσουμε το δέντρο να πεθάνει και να το κόψουμε μετά, όμως είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς τις απώλειες οξυγόνου με αυτήν την ταχύρρυθμη «ανανέωση» (όπου υπάρχει και αυτή η πρόβλεψη και δεν αποψιλώνεται το δάσος). Τέλος, όσο βλακώδες ήταν να θεωρούμε το δέντρο μόνο ξύλο, τόσο βλακώδες είναι να το θεωρούμε μόνο ξύλο και οξυγόνο. Φτάσαμε να μετράμε την αξία του οξυγόνου σε χρήμα, μόνο και μόνο γιατί όταν ήταν άφθονο δεν το μετράγαμε καθόλου (και επειδή παρά την μείωση εξακολουθεί να είναι άφθονο, πολλοί δεν θέλουν ούτε τώρα να το μετρήσουμε). Θέλουν μήπως αύριο να αρχίσουμε να μετράμε σε χρήμα την μηχανική απόδοση των αιωνόβιων δέντρων, που σπάζουν αθόρυβα και χωρίς καμία μόλυνση τα βαθειά σκληρά πετρώματα, για να μπορέσουν να προκόψουν τα νεότερα δέντρα; Θέλουν να μετράμε σε χρήμα την βιολογική τους αξία (στην ανάπτυξη της βιοποικιλότητας); Η μήπως θέλουν να συγκρίνουμε τα «άχρηστα» αυτά δέντρα (τα αιωνόβια) με τα «χρήσιμα» κλιματιστικά;

** Στο δεύτερο και το τρίτο παράδειγμα δεν αναφέρω το κόστος περιβαλλοντικής αποκατάστασης, γιατί δεν βρήκα στοιχεία από μελέτες γύρω από αυτά · η απλή λογική μου λέει, ότι και μόνο το κόστος περισυλλογής των αέριων και υγρών ρύπων είναι πολλαπλάσιο του οφέλους. Όμως και στο πρώτο παράδειγμα ακόμα (που το κοστολόγησαν ειδικοί επιστήμονες και όχι εγώ φυσικά) μετρήσαμε μόνο το οξυγόνο και το βρήκαμε εξαπλάσιο κατ ελάχιστον από το συνολικό όφελος (μεροκάματα, άλλα έξοδα, επιχειρηματικό κέρδος). Δεν μετρήσαμε τα ήδη αναφερθέντα, ούτε την μόλυνση από τα υλοτομικά μηχανήματα. Και στο παράδειγμα αυτό δεν έχουμε καν την «στραβή» του δεύτερου παραδείγματος (που χύθηκε το πετρέλαιο στην θάλασσα). Πιστεύω, ότι αυτά είναι αρκετά για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.


Αφήγημα τέταρτο
Ο κιμπάρης γύπας

Πολλοί είναι έτοιμοι να μοιράσουν … χρήμα τσουβαλάτο, που θα το πάρουν από την πλουτοκρατία!!! Δεν είναι μόνο ο Γεώργιος Β΄, που έβλεπε λεφτά· υπάρχει κανένας (πολιτικός) που δεν τα βλέπει; Φυσικά υπάρχει· αυτός που βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία. Αυτός βλέπει μόνο στάχτες, εκεί που μέχρι χτές έβλεπε λεφτά. Οσο πιο πολλά λεφτά βλέπουν πριν υφαρπάξουν την εξουσία, τόσο περισσότερες στάχτες βλέπουν μετά. Το κυριότερο χάρισμα και χαρακτηριστικό των απατεώνων, είναι ότι «βλέπουν» τα κρυμμένα λεφτά. Για άλλη μία φορά όμως, είδαμε ποιανών τα λεφτά εννοούν.

Αν οι πολιτικές επιλογές μας καθοριστούν για άλλη μια φορά από το ποιος τάζει λαγούς με πετραχήλια, ακόμη και αν αλλάξουμε τους μάγους και βάλλουμε άλλους στην θέση τους, τα ίδια θα κάνουν και αυτοί, γιατί και να θέλουν δεν μπορούν να κάνουν θαύματα. Αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το «θαύμα» που συνετελέσθη τα προηγούμενα χρόνια, θα καταλάβουμε και γιατί δεν μπορεί να συνεχιστεί και γιατί φτάσαμε, εδώ που φτάσαμε. Το παραγωγικό «θαύμα» οφείλεται στην εκβιομηχάνιση της παραγωγής, η οποία όπως οδυνηρά πλέον διαπιστώνουμε δεν είναι και τόσο θαυμαστή. Ωστόσο με μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού παράγονταν αρκετά αγαθά για να καλύψουν την καταναλωτική τρέλα των αναπτυγμένων και σχεδόν επαρκής τροφή για τους υπόλοιπους. Καθώς με τις παραγωγικές δομές, που αδιαφορούσαν για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, περίσσευε πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, το δυναμικό αυτό διοχετεύτηκε σε υπηρεσίες, που αποσκοπούσαν στην καλύτερη διαβίωση του πληθυσμού, στην διαρκώς γιγαντούμενη δημόσια διοίκηση (και τα ανάλογα παρά- κρατικά επαγγέλματα), στην πρόοδο και την πρακτική εφαρμογή της τεχνολογίας, στην χρηματιστηριακή οικονομία κ.λ.π.. Το εξειδικευμένο προσωπικό, που διοχετεύτηκε σε όλους αυτούς τους τομείς αποτέλεσε (με μεγάλες διαστρωματώσεις βέβαια) την πολυπληθή μεσαία (και συν τω χρόνω κακομαθημένη) τάξη, η οποία πήρε και τον ρόλο του βασικού καταναλωτή στον καπιταλιστικό κύκλο της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγής- κατανάλωσης. Φυσικά για λόγους κοινωνικής ειρήνης στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και τις ανερχόμενες οικονομίες, οι κατώτερες τάξεις έπαιρναν σχετικά ικανοποιητικό μερίδιο της λείας (για την οποία, αυτές τουλάχιστον είχαν κοπιάσει σε ουσιώδεις παραγωγικές εργασίες). 

Τα κέρδη αυτού του συστήματος προέρχονταν αφενός από το εμπορικό κέρδος επί των αγαθών και των υπηρεσιών και αφετέρου από την «δημιουργία» υπεραξιών τόσο σε υπηρεσίες και αγαθά, όσο και στις χρηματιστηριακές αξίες. Από τα κέρδη αυτά ωφελήθηκαν επιχειρηματίες και κεφαλαιούχοι (κατά το μέγεθος του και το ήθος του ο καθένας) αλλά μεγάλο μέρος μοιραζόταν στα μεσαία στρώματα και καθόλου ευτελή ποσά διατίθεντο και για τις κατώτερες τάξεις των αναπτυγμένων κρατών. Εννοείται, ότι τα κατώτερα και μεσαία στρώματα έδιναν, ότι κέρδιζαν στην κατανάλωση (λογιζομένης ως κατανάλωσης και της απόκτησης πρώτης και εξοχικών κατοικιών, αυτοκινήτων κ.λ.π.) ενώ οι μεγαλομεσαίοι και φυσικά οι μεγάλοι επανεπένδυαν μικρό ή μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους σε αξίες και υπεραξίες.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι υπεραξίες σε προϊόντα και υπηρεσίες δεν αφορούν τόσο τις εμπορικές αρπαχτές, που έχουν να κάνουν με τις (τεχνητές συνήθως) διακυμάνσεις των τιμών, όσο με τα μυθεύματα, που δημιουργούν σταθερά υψηλές τιμές σε σχέση με το πραγματικό παραγωγικό κόστος· π.χ. είδη πολυτελείας, καλλυντικά, χημικά αναψυκτικά, έργα τέχνης, είδη πρωτοεμφανιζόμενης τεχνολογίας κ.λ.π.. Πολλές φορές το κράτος καρπώνεται μεγάλο μέρος της υπεραξίας (π.χ. τζόγος, καπνός, αλκοόλ) ώστε τα οφέλη των υπεραξιών να διαχέονται στην κοινωνία (κατά το εκάστοτε σύστημα ευνοιοκρατίας βέβαια και όχι ισοβαρώς σε όλους τους πολίτες). Η κυριότερη μορφή όμως δημιουργίας υπεραξιών είναι η χρηματιστηριακή. Εδώ οι υπεραξίες είναι συνήθως ασταθείς, γι αυτό το χρηματιστηριακό κεφάλαιο συνεχώς τρέχει, αλλάζοντας διαρκώς μορφές ( καταθέσεις, ασφαλίσεις, αντασφαλίσεις, μετοχές, ομόλογα κ.λ.π.) με τελική επιδίωξη την μεταμόρφωση του σε πραγματικές αξίες (ακίνητα που δεν βαρύνονται από «υπεραξία», μετοχές που αντιπροσωπεύουν πραγματικά περιουσιακά στοιχεία κ.λ.π.) και ει δυνατόν την αγορά αυτών κάτω και από την πραγματική τους αξία (ώστε να έχουν μεγάλα περιθώρια κέρδους). Τελικά όμως, οι κεφαλαιούχοι ποτέ δεν μετατρέπουν το σύνολο των κεφαλαίων τους σε περιουσιακά στοιχεία, που δεν εμπεριέχουν υπεραξία. Οδηγούμενοι αφενός από την απληστία τους, αφετέρου από την συνειδητή επιλογή της στήριξης του συστήματος που «γεννά» και εκμεταλλεύεται υπεραξίες, παρά τους φόβους τους ανακυκλώνουν το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους σε αυτές. Αλλωστε τι είναι αυτό που καθιερώνει ως σταθερές αξίες (και αποκούμπι των κεφαλαιούχων) κάποια χρηματιστηριακά «προϊόντα», όπως οι μετοχές των μεγάλων πολυεθνικών, ο χρυσός κ.λ.π. πέρα από την έννοια της πίστης στους νόμους και τους όρους της αγοράς; Αν αυτά καταρρεύσουν, τότε όχι μόνο οι τεχνητές υπεραξίες θα καταρρεύσουν, αλλά και οι υποτιθέμενες σταθερές αξίες. Οι κεφαλαιούχοι κινδυνεύουν γενικότερα από πολύ μεγαλύτερη καθίζηση από αυτήν του Γκέιτς. Αντίθετα τα περιουσιακά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τον φτωχό (απέριττη κατοικία, αγροτική γή χωρίς οικοδομική αξία) δεν εμπεριέχουν σχεδόν καμία υπεραξία.

Το κεφάλαιο λοιπόν, που διαρκώς τρέχει και αλλάζει μορφές (χωρίς όπως είπαμε να μεταμορφώνεται ποτέ σε αποκλειστικά πραγματικές αξίες) «σταθμεύει» κάποια κομμάτια των υπεραξιών, που εμπεριέχει, σε κομβικά χρηματιστηριακά σημεία, όπως το αποθεματικό τραπεζών και ασφαλειών. Όπως γνωρίζουμε οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και λοιπά χρηματιστηριακά επιχειρηματικά σχήματα διαχειρίζονται κυρίως ξένα κεφάλαια. Η λειτουργία τους βασίζεται στο ότι πιστώνουν με μεγαλύτερο επιτόκιο, από αυτό που πιστώνονται και έτσι προκύπτει το κέρδος. Ωστόσο, τόσο από τον νόμο, όσο και από τις λειτουργικές ανάγκες διατηρούν ένα «ανενεργό» (ή μερικώς ανενεργό)κεφάλαιο, το αποθεματικό. Το κεφάλαιο αυτό προορίζεται για να αντιμετωπίσει τις δυσλειτουργίες της αγοράς.

Με λίγα λόγια, λεφτά που κερδήθηκαν αερητζήδικα, μετά από τις περίπλοκες χρηματιστηριακές διαδρομές τους καταλήγουν ως αποθεματικά, δηλαδή τα κεφάλαια, που «ασφαλίζουν» το συναλλακτικό σύστημα. Υπάρχει ποτέ περίπτωση η «υπεραξία», δηλαδή ο αέρας ο κοπανιστός, αφού περιδιαβεί ομόλογα, μετοχές, ράβδους χρυσού (αρπάζοντας και από εκεί «υπεραξία», ή χάνοντας τμήμα της) να γίνει πραγματική ασφάλεια των συναλλαγών και των αξιών, αν τα πράγματα εξοκείλουν από την ρότα, στην οποία δρομολογήθηκαν; Αυτή η ρότα, ήταν η ρότα που δεν συμπεριελάμβανε κανένα κόστος περιβαλλοντικής αποκατάστασης.
Το σύστημα μέχρι τώρα έδειχνε, ότι όχι μόνο μπορούσε να αφομοιώνει τις φούσκες, αλλά οι ίδιες αυτές οι φούσκες γίνονταν κινητήριος μοχλός για την ανάπτυξη του. Π.χ. κάποιος, ας τον πούμε Ωνάση, αγόρασε ένα γέρικο πλοίο, που καινούργιο θα έκανε 30.000.000, αλλά ως γέρικο έκανε 2.000.000 και εκείνος ως άριστος φουσκωτής (αλλά και ξεφουσκωτής των αξιών των άλλων) το αγόρασε με 1.000.000. Εριξε άλλο 1.000.000 το έβαψε, το σινιάρισε, να φαίνεται καινούργιο και το έβαλε σε δρομολόγια. Το πλοίο είτε τριάντα εκατομμύρια κόστιζε, είτε δύο, τα ίδια σχεδόν οικονομικά αποτελέσματα θα έφερνε, αλλά πολύ πιο γρήγορη απόσβεση. Ο Ωνάσης λοιπόν κοστολόγησε το δήθεν αναβαθμισμένο πλοίο του στα 20.000.000 και η ασφαλιστική εταιρεία προσδοκώντας στο μεγάλο ασφάλιστρο και με την σιγουριά της αντασφάλισης ασφαλίζει με υψηλό ασφάλιστρο (ας πούμε) 2% δηλαδή 400.000 τον χρόνο. Αν ο εύλογος χρόνος απόσβεσης ενός καινούργιου πλοίου είναι 30 χρόνια, αποδίδει στον ιδιοκτήτη του (με καλή διαχείριση) ποσό απόσβεσης1.000.000 και (ας πούμε) απόδοση κεφαλαίου 5% δηλαδή άλλο 1.500.000. Αν αφαιρέσουμε από αυτά τα (υψηλά) ασφάλιστρα, σε πέντε χρόνια ο Ωνάσης θα έχει βγάλει 10.000.000. Αν (το σαπιοκάραβο πλέον) πάει στον πάτο, ο Ωνάσης μαζί με τα λεφτά της ασφάλειας θα αγοράσει ένα ολοκαίνουργιο πλοίο. Από μία φαινομενική απόδοση κεφαλαίου 5% έχουμε πραγματική απόδοση 280% !! [ Και μάλιστα με την σπατάλη να πετάξουμε την πραγματική αξία του παλιοσίδερου στην θάλασσα.) Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απόδοσης είναι η ζημία ασφαλιστών και αντασφαλιστών, η ζημιά αυτή όμως με χρηματιστηριακά κόλπα θα διαχυθεί στην αγορά.

Γνωρίζουμε βέβαια, ότι στην τελική, Ωνάσης δεν λέγεται μόνο ο εφοπλιστής· Ωνάσης λέγεται και ο ασφαλιστής και ο τραπεζίτης και ο ναυπηγός και ο έμπορος και ο μεταποιητής. Εν ολίγοις, η χασούρα του Ωνάση στην ασφάλιση, αντισταθμίζεται και αποφέρει κέρδος στην ναυτιλία, στο εμπόριο, στην ναυπηγική κ.λ.π. Ακόμη όμως και αν δεν είχε όλα τα άλλα οφέλη, ακόμη και αν τέτοιος γάτος δεν μπορούσε να μετακυλίσει την χασούρα στις πλάτες άλλων, ακόμη και αν ήταν ο ίδιος ασφαλιστής του εαυτού του και δεν είχε αντασφαλιστεί πουθενά (τρελές υποθέσεις δηλαδή) η ασφαλιστική χασούρα θα ήταν 18.000.000. Δηλαδή και πάλι θα είχε πραγματική απόδοση 100% ετησίως. Να λοιπόν, πως οι φούσκες κινούσαν τελικά την οικονομία. Αυτός ήταν ο λόγος που πραγματικές ζημιές (όπως το να πάνε στον πάτο τα παλιοσίδερα και όχι να ανακυκλωθούν) απέφεραν τεράστια οικονομικά οφέλη. 

Το σύστημα λοιπόν θα μπορούσε να αποσοβήσει με ευκολία, ή δυσκολία, μικρούς, ή μεγάλους κραδασμούς, που οφείλονται στο ξαφνικό ξεφούσκωμα «υπεραξιών», που δεν μπορούν άλλο να στηριχτούν, όπως η Lehman Brothers, η Ελληνική οικονομία κ.λ.π. καταγράφοντας μάλιστα και κέρδη για άλλους.
Θεωρητικώς τα πράγματα δεν είναι χειρότερα αυτήν την στιγμή. Κάποιοι όντως καταγράφουν θεωρητικά κέρδη από αυτά τα ναυάγια, μόνο που η περδικούλα όλων των χρηματιστών και οικονομικών μεγαλοπαραγόντων του κόσμου ξέρει, ότι τα θεωρητικά αυτά κέρδη όχι μόνο δεν θα εξαργυρωθούν, αλλά σύντομα όλοι θα καταγράψουν καταστροφικές απώλειες. Είναι τραγική αφέλεια να αποδίδουμε, αυτό που όλα δείχνουν, ότι είναι μόνο η αρχή, στις οικονομικές συνομωσίες. Οι συνομωσίες αυτές είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, στόχος όμως της κάθε μίας από αυτές είναι το καλύτερο πλασάρισμα της κάθε συνομωτικής ομάδας στην οικονομική σκακιέρα και όχι η κατάρρευση του συστήματος, που τις ταΐζει και οι μεγαλοσυνομώτες, όσο άπληστοι και να είναι, δεν είναι αφελείς. Φυσικά κανείς από αυτούς δεν θα πεί «αφού καταρρέει το σύστημα, ας καταρρεύσω και εγώ». Θα αγωνίζονται (συνομωτόντας πάντα) για την κυριαρχία τους έστω και πάνω στα συντρίμμια.

Σαν τραγική σύμπτωση και απάντηση στην ανθρώπινη έπαρση, που «νίκησε» την φύση και με διαρκείς σκυλοκαβγάδες μοιραζόταν τα λάφυρα της «ηττημένης», πέφτουν διαδοχικά οι «πληγές εξ ουρανού» και πριν προλάβει το σύστημα, να συνέλθει από την μία, έρχεται η επόμενη (μεγαλύτερη) κατραπακιά. Α) οι κλιματικές, βιολογικές και χημικές αλλαγές δημιουργούν διατροφικό έλλειμμα και σταδιακή κατάρρευση του συστήματος γεωργικών ασφαλίσεων. Β) η ανεπάρκεια της αγροτικής παραγωγής, ή έλλειψη πόσιμου καθαρού νερού και οι συνέπειες της ανόδου της στάθμης της θάλασσας οδηγούν σε πρώτη φάση εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων στην εξαθλίωση, σε ταραχές και πολέμους (ανεξέλεγκτους πλέον) και μέσω αλυσιδωτών αντιδράσεων και αλληλεπιδράσεων σε καταλυτική μείωση των πάσης φύσεως «αποθεματικών». (όχι μόνο των χρηματιστηριακών) Γ) ο εγκλωβισμός των προηγμένων κοινωνιών στο μοτίβο της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγής (και άρα ικανοποίησης των αυξανόμενων πραγματικών και τεχνητών αναγκών), ενώ οι ίδιες ασχολούνται κυρίως με ευγενή επαγγέλματα, προσκρούει στην σημερινή πραγματικότητα του περιβαλλοντικού κόστους. Το κόστος αυτό προς το παρόν κάνει δειλά την εμφάνιση του (με την αυξημένη τιμή των οικολογικών προϊόντων, την εξαγορά ρύπων, τις αποζημιώσεις και ψευτοαποκαταστάσεις περιβαλλοντικών καταστροφών, κόστος προληπτικών μέτρων κ.λ.π.), αλλά και αυτό το μικρό (προς το παρόν) κόστος η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να το σηκώσει, πολύ περισσότερο που αυξάνεται γεωμετρικά (και θα συνεχίσει) γιατί τα ψευτομέτρα δεν αποδίδουν.

Αυτές οι προοπτικές δημιουργούν χρηματιστηριακό πανικό με απρόβλεπτες αλυσιδωτές αντιδράσεις. Δεν ξέρω αν η «τοξικότητα» των χαρτιών της Lehman Brothers είχε άμεση σχέση με το περιβαλλοντικό κόστος, είμαι πεπεισμένος όμως, ότι κάποια έμμεση αναγωγή σε αυτό θα υπήρχε (όπως βέβαια και με σαθρές και φουσκωμένες με υπεραξίες οικονομίες, όπως η Ελληνική). Βέβαια η κρίση της Ελληνικής οικονομίας έχει να κάνει περισσότερο με την γραφειοκρατική δομή της και την αερητζήδικη διόγκωση των αξιών που την συνθέτουν και πολύ λιγότερο με το περιβαλλοντικό κόστος. Όμως δεν νοσεί μόνον η Ελληνική οικονομία· νοσεί η παγκόσμια οικονομία, η οποία λίγο έως πολύ έχει τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής, ίσως όχι με την Ελληνική υπερβολή και το Ελληνικό ταπεραμέντο στην κουτοπονηριά, αλλά στην ουσία παντού τα ίδια συμβαίνουν. Το περιβαλλοντικό κόστος (που τόσο πολύ αιφνιδίασε τους ιθύνοντες «νόες» ) είναι απλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι· και μόλις διαπιστώσαμε, ότι το ποτήρι ξεχείλισε, βλέπουμε (με τρόμο) ότι η σταγόνα που το ξεχείλισε, έχει ήδη γίνει ορμητικός χείμαρρος και διαρκώς γιγαντώνεται.
Επειδή πολλοί θέλουν να συνεχίσουν το παραμύθι των συνομωσιών* (ότι αυτές δηλαδή μας έφεραν σε αυτό το σημείο και όχι τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος και η εισαγωγή του περιβαλλοντικού κόστους) ας δούμε την συνέχεια του παραδείγματος του Ωνάση. Ας πούμε, ότι το πλοίο ήταν τανκεράκι.

Α) Για να φτιάξει σήμερα ένα ίσου μεγέθους πλοίο με διπλά τοιχώματα και άλλα μέτρα ασφαλείας δεν του φτάνουν πλέον τα τριάντα εκατομμύρια, αλλά χρειάζεται τριανταπέντε. Β) Ενα ίσου μεγέθους πλοίο (αλλά μεγαλύτερης αξίας) θα φορτώνει τελικά 5- 10 % λιγότερο φορτίο λόγω διπλών τοιχωμάτων, αλλά θα έχει τα ίδια λειτουργικά έξοδα. Συνεπώς το άθροισμα ποσού απόσβεσης και καθαρού κέρδους δεν θα είναι 2.500.000 τον χρόνο (αφού έχουμε μικρότερη είσπραξη, αλλά τα ίδια λειτουργικά έξοδα)· ως ποσοστό επί του κεφαλαίου δε, είναι ακόμη μικρότερο, γιατί το απαιτούμενο κεφάλαιο είναι 35 εκατομμύρια και όχι 30. Γ) Πλέον δεν είναι αποδεκτή η «αναβάθμιση» ενός γέρικου πλοίου (ούτε η καταβύθιση πολύτιμου παλιοσίδερου). Συνεπώς ο τρόπος «ξεκινάμε με δύο εκατομμύρια (και ένα σαπιοκάραβο) και σε 5-6 χρόνια βγάζουμε καινούργιο» καταργείται. Άλλη μια φούσκα, που στήριζε την ανάπτυξη της οικονομίας (αδιαφορώντας για το περιβάλλον) που ξεφούσκωσε απότομα για περιβαλλοντικούς λόγους. 

Θα μπορούσα να προσθέσω πάρα πολλά παραδείγματα, όπου τα τελευταία χρόνια υπεισήλθε απαγορευτική περιβαλλοντική παράμετρος στην οικονομία, ενώ η τάση (και σωστά) είναι να μεγαλώσει το αντίτιμο για το περιβαλλοντικό κόστος κάθε δραστηριότητας, καθώς και τα επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας. Εκτός από όσα έχουν συμβεί μέχρι σήμερα, η χρηματιστηριακή οικονομία λογαριάζει και όσα (πολύ μεγαλύτερα) θα συμβούν και αντιδρά με πανικό, ο οποίος επιταχύνει τις αρνητικές εξελίξεις. Όπως η «δημιουργία» υπεραξιών βασίζεται σε προσδοκίες για μελλοντικά κέρδη, έτσι και η κατάρρευση υπεραξιών και «αξιών» επέρχεται (νωρίτερα από ότι θα «έπρεπε») λόγω της πρόβλεψης των μελλοντικών καταστροφών. Αυτός πιστεύω, ότι είναι ο λόγος, που το χρηματιστηριακό κράχ προηγείται του οικολογικού, σαν τον εκκωφαντικό κρότο, που προηγείται του πυροκλαστικού κύματος. Εχουμε χρόνο να αποτρέψουμε την καταστροφή, ή να οχυρωθούμε κάπως; Δεν ξέρω, αλλά δεν πρέπει να προσπαθήσουμε;

* Οι καταχθόνιοι συνωμότες, που εφευρίσκουν λίπη ακόμη και στις ισχνές αγελάδες, έβαλαν ως στόχο του χρηματιστηριακού τους τζόγου την παραπαίουσα οικονομία μας με προσδοκία τρελλών αποδόσεων, που θα έκαναν και τον Ωνάση, να κρύβεται από την ντροπή του και κάθε τόσο μας «τορπιλίζουν» με άρθρα, υποβαθμίσεις κ.λ.π.. Σε τι λένε ψέματα αυτά τα άρθρα και οι αξιολογήσεις; Μόνο στην χρονική στιγμή της κατάρρευσης λένε ψέματα και ίσως πρόκειται για σωτήριο ψεύδος, αν μας ταρακουνήσει. Ποιος θα πληρώσει τις τρελές αποδώσεις των CDS αν φαλιρίσουμε; Φυσικά όχι εμείς, αφού θα έχουμε φαλιρίσει και (κυρίως) επειδή δεν κάνουμε εμείς αυτά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ποιος θα πληρώσει τα κέρδη των CDSούχων λοιπόν; Αλλοι κεφαλαιούχοι μεγαλύτεροι από αυτούς, οι οποίοι, κατά την γνώμη των συνωμοσιολόγων, υποσκάπτουν την Ελληνική οικονομία. Γιατί; Για να πληρώνουν τα CDS, ενώ αν διαψεύδονταν οι τζογαδόροι, θα τους τα έπαιρναν χοντρά; Οποιος λέει την αλήθεια (γιατί γι αυτό πληρώνεται από τους χρηματιστές και τους κεφαλαιούχους) υποσκάπτει την Ελλάδα; Αλλαξε μορφή η οικονομία μας; Ακόμα τις (γραφειοκρατικές) κουμπάρες δεν παίζουμε; Από πού κι ως που να μας αξιολογήσουν αλλιώς; Από την αξιοπιστία της κυβέρνησης, ή της αντιπολίτευσης;

Σημείωση άνευ σημασίας για τους συνωμοσιολόγους: Για την έκδοση των CDS δεν προβλέπεται καν αποθεματικό· δηλαδή αν «κερδίσουν» οι τζογαδόροι θα πάρουν … 



Αφήγημα πέμπτο
Το ελεύθερο (και κοινωνικό) δελφίνι

Αν συμφωνούμε με αυτή την εξήγηση της κρίσης, δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα ούτε από τους εγχώριους «μεσσίες», ούτε από τους δύστροπους «εταίρους». Μπορούμε να περιμένουμε το ξετύλιγμα των εφιαλτικών σεναρίων, ή να φτιάξουμε ένα καλύτερο σενάριο μόνοι μας. Πιστεύω, ότι με ψυχραιμία, λογική και πνεύμα δικαίου, μπορούμε να ξαναχτίσουμε την οικονομία μας (και την κοινωνία) σε πιο στέρεες βάσεις. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί μέσα από διαδικασία εξέγερσης για δύο λόγους: Α) Γιατί ακόμη και η σημερινή ψευτοδημοκρατία μάς δίνει το δικαίωμα να την αλλάξουμε μέσα από τις εκλογές.

Αν αυτή η ψεύτικη όντως δημοκρατία διατηρεί τουλάχιστον την ύψιστη δημοκρατική διαδικασία των ελεύθερων εκλογών, πόσο πιο ψευτοδημοκράτης είναι αυτός, που την περιφρονεί; Στην Γαλλική και την Ρώσικη επανάσταση δεν ήταν δυνατή η έκφραση της λαϊκής βούλησης με άλλο τρόπο και πάλι τελικά εξέκλιναν των ευγενών στόχων τους και μεταμορφώθηκαν σε αυταρχικά τρομοκρατικά καθεστώτα και λέμε σοβαρά, ότι σε μία περίοδο, όπου λόγω εκλογικού νόμου (και παρά την αντίθεση μου με αυτόν) μπορεί το ένα τρίτο των πολιτών να αλλάξει την κατάσταση χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, η όποια «επανάσταση» δεν θα αποκλίνει διαμετρικά από αυτά, που διακηρύττει; Στις Αραβικές χώρες ο κόσμος εξεγείρεται, γιατί δεν έχει αυτό το δικαίωμα, εμείς θα εξεγερθούμε επειδή το έχουμε;

Β) Όταν σε ειρηνικές και συντεταγμένες διαδικασίες οι εξουσιαστές γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις προεκλογικές τους υποσχέσεις (παρά το ότι υπάρχει κίνδυνος στις επόμενες εκλογές να μαυριστούν), δεν θα το κάνουν αυτοί, που εξέφρασαν το ίδιο νεφελωδώς τις προεπαναστατικές τους εξαγγελίες;

Όχι μόνο δεν πρέπει να επιδιώκουμε την άμεση ανατροπή της κυβέρνησης, αλλά να παρακαλάμε να υπάρξει χρόνος, για να ανατραπούν πρώτα οι σημερινοί πολιτικοί όροι, που προδικάζουν άδηλο μέλλον από τις αδήλωτες προθέσεις των διεκδικητών της εξουσίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι κάθε μέρα που περνάει με αυτήν την κυβέρνηση η ζημιά μεγαλώνει, συσσωρεύεται και πολλαπλασιάζεται, αλλά το να επιτρέψουμε την συνέχιση της πολιτικής με τους ίδιους όρους (αλλάζοντας μόνο φάτσες στην εξουσία) δεν θα είναι μόνο το ίδιο καταστροφικό για την οικονομία, αλλά πραγματική ταφόπλακα σε κάθε αίσθημα αισιοδοξίας και κουράγιου, που θα υπάρχει μέχρι τότε. Λόγια όπως «ας διώξουμε αυτούς τους επικίνδυνους ρεμπεσκέδες και βλέπουμε μετά τι γίνεται» καταδεικνύουν (για μένα αποδεικνύουν) εξίσου μεγάλους ρεμπεσκέδες και αλήτες. Με τέτοια λόγια δεν φορτωθήκαμε τους σημερινούς; Με τέτοια λόγια δεν φορτωθήκαμε τους χτεσινούς; Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της πονηρίας κάποιου από την ασάφεια και την αοριστολογία;

Πολλοί πνιγμένοι από τα προβλήματα τους, έχουν χάσει ήδη την ψυχραιμία τους και θα πουν « τι συντάγματα και νόμους μας λες φίλε· εδώ δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε το ηλεκτρικό και θα κάτσουμε να κάνουμε τους νομοθέτες και νομοκριτές;» Η απάντηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να χαϊδολογήσει ανεύθυνες νοοτροπίες. Τόσα χρόνια που μπορούσατε να πληρώνετε το ηλεκτρικό, λέγατε ότι τα μεν τα ορίζουν ειδικοί οικονομολόγοι, τα δε ειδικοί νομικοί, τα πολιτικά οι κεχρισμένοι και παρότι είχατε χρόνο και ανεβασμένη ψυχολογία, πάλι δεν νομοθετούσατε και δεν νομοκρίνατε. Όταν τα πράγματα άρχισαν να δείχνουν καθαρά, ότι το κουμαντάρισμα των «ειδικών» δεν ήταν και τόσο σοφό, πάλι δεν το κάνατε. Αν δεν θέλετε να βρεθείτε σε πολύ χειρότερη θέση, θα κατανικήσετε τις αδυναμίες σας και θα κάνετε το «ακατόρθωτο» τώρα. Το πολίτευμα της δημοκρατίας απαιτεί από όλους τους πολίτες, να γίνουν «ειδικοί» στα πολιτικά. Οσο για όσους λένε «τι να τις κάνουμε τις δημοκρατίες και τις σκοτούρες, που μας λες· μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε…», δεν έχουν παρά να συνεχίσουν την διασκέδαση τους…

Δεν προτρέπω κανέναν σε ακαδημαϊκές συζητήσεις την ώρα, που ο κόσμος χάνεται· αυτά που προτείνω να συζητήσουμε στο διαδίκτυο, είναι οι νόμοι, που θα καθορίσουν την ανάκαμψη σε στέρεες βάσεις λογικής και δικαιοσύνης.

Περιδιαβάζοντας τα blogs βλέπω πολιτικά άρθρα, που αναλύουν την κατάσταση (όχι και τόσο πολλά όμως αναλογικά με την κρισιμότητα των καταστάσεων)· δυστυχώς ελάχιστα από αυτά περιέχουν συγκεκριμένες προτάσεις, σε μία εποχή που χρειάζεται όσο ποτέ εδώ και δεκαετίες· και αυτά όμως τα άρθρα τελικά χάνονται στο πλήθος και παρέρχονται χωρίς να συζητηθούν επί της ουσίας.
Η πρόταση μου προς τους blogers και τους αναγνώστες είναι, ο κατακερματισμένος και ανοργάνωτος πολιτικός διάλογος (σε εκατοντάδες blogs) να σχηματοποιηθεί σε πανελλήνια και οργανωμένη συζήτηση. (Για να τσιγκλήσω λίγο τους blogers ) θα τους πω, ότι έχουν στα χέρια τους το πιο δυναμικό μέσο από τα ΜΜΕ λόγω αμφίδρομης επικοινωνίας. Εχουν την πραγματική δυνατότητα να συμβάλλουν καθοριστικά στην επανίδρυση της δημοκρατίας, καθιστάμενοι πρωτοπόροι έναντι κάθε άλλης πολιτικής ή παραπολιτικής ιδιότητας. Πρέπει όμως να κατανοήσουν, ότι κανένα blog από μόνο του δεν μπορεί να αποκτήσει και να διατηρήσει την αίγλη και την ισχύ των μεγάλων τηλεοπτικών ΜΜΕ. Το ανταγωνιστικό ατού της γρήγορης μετάδοσης της πληροφορίας δεν είναι αρκετό.

Τα blogs πρέπει να εκμεταλλευτούν περισσότερο και πιο οργανωμένα την δυνατότητα της αμφίδρομης επικοινωνίας και να αντλήσουν το απαιτούμενο κύρος από την σοβαρότητα του αντικειμένου αυτής της επικοινωνίας. Η στιγμή για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι καταλληλότερη από ποτέ. Βέβαια ήδη υπάρχουν φιλίες και συνεργασίες ανάμεσα στα blogs και αυτό είναι ένα εφαλτήριο, αλλά τα συνεργατικά αυτά σχήματα πρέπει να σχηματοποιηθούν σε ένα πανελλήνιο forum οργανωμένου πολιτικού διαλόγου (χωρίς αποκλεισμούς) που θα αποβλέπει στην μορφοποίηση του πολιτεύματος και του οικονομικού συστήματος, που πρέπει να εφαρμόσουμε. Το να λέμε «εγώ προτείνω σοσιαλισμό, εγώ προτείνω φιλελευθερισμό, εγώ σοσιαλδημοκρατία κ.λ.π.» είναι αέρας κοπανιστός. Αυτά μπορεί να τα ερμηνεύσει κανείς όπως θέλει και να τα παρουσιάσει αγνώριστα, όταν καταλάβει την εξουσία. Το λιγότερο που οφείλει να παρουσιάσει (για δημόσια συζήτηση) κάποιος που διεκδικεί την εξουσία είναι το σύνταγμα, που προτείνει και το θεσμικό πλαίσιο για την οικονομία και φυσικά συγκεκριμένες προτάσεις (όχι συνθήματα) για την προοπτική της οικονομίας, αλλά και την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων.

Επειδή αυτοί που διεκδικούν την εξουσία δεν το κάνουν, προτείνω να ξεκινήσουμε οι πολίτες μόνοι μας και (μην ανησυχεί κανένας) θα έλθουν αργότερα και αυτοί, για να μας δείξουν πόσο δημοκράτες είναι και τι πλούτο ιδεών διαθέτουν …Πάντα δεν υπήρχε και υπάρχει νομοπαρασκευαστικό έργο; Γιατί αυτό να γίνεται εν κρυπτώ και παραβύστω και όχι με δημόσιο διάλογο; Με την πρόταση μου δεν αποκλείω τους ειδικούς και τους σοφούς· αντίθετα· δεν προτείνω οχλαγωγικές λαϊκές συνελεύσεις, όπου αυτοί οι άνθρωποι (αλλά ούτε και εγώ) δεν μπορούν ίσως να λειτουργήσουν. Προτείνω γραπτό διαδικτυακό διάλογο, όπου σαν ειδικοί και σοφοί έχουν όλα τα φόντα να πρωταγωνιστήσουν*.

Μπορούν να συζητάνε σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και τηλεοράσεις, όπου λαμβάνουν χώρα κάθε είδους κοκορομαχίες και δεν μπορούν να πάρουν μέρος σε έναν τέτοιο διάλογο; Τους πέφτουμε λίγοι, για να συζητήσουν μαζί μας; Δεν λέω, ότι έχουμε όλοι τις ικανότητες τους και τις δυνατότητες τους, αλλά αποκλείεται ένας άνθρωπος του λαού να προσθέσει έστω το απειροελάχιστο στην σοφία τους; Στον διάλογο, που προτείνω, καλούνται όλοι, πολίτες, οργανώσεις, κόμματα, ειδικοί και ανειδίκευτοι, χωρίς κανέναν αποκλεισμό και περιλαμβάνει όλα τα πολιτικά θέματα. Αναλυτικότερα οι προτάσεις μου για την δημιουργία και την λειτουργία αυτού του φόρουμ έχουν ως εξής:

1. Το κείμενο αυτό το έστειλα σε εξήντα μπλόγκς γνωρίζοντας, ότι έτσι παραλείπω εκατοντάδες άλλα καλά μπλόγκς, αλλά μπορεί να το αναδημοσιεύσει ελεύθερα ( μόνον ολόκληρο) οποιοσδήποτε. (Τιμή μου θα ήταν.) Η πρόταση μου είναι αρχικά προς όλα τα μπλόγκς, αλλά στο φόρουμ θα συμμετάσχουν μόνο όσα ανταποκριθούν εξαρχής. Εκείνοι που καιροσκοπικά θα κάτσουν να ζυγιάσουν τις πιθανότητες αποδοχής της πρότασης μου και εξάπλωσης του οργανωμένου δημόσιου διάλογου και θα προσέλθουν αργότερα, για να μας «βοηθήσουν», αποκλείονται. [Εξαιρούνται βέβαια όσοι δεν ενημερώθηκαν, για όσο διάστημα είναι ανενημέρωτοι] Πιστεύω, ότι όποιος έχει στοιχειώδη δημοκρατική ευαισθησία, δεν πρέπει ούτε να το πολυσκεφτεί. Ποιο είναι το διακύβευμα; Τι θα χάσει, αν η πρόταση μου πάει άπατη και δεν υπάρξει συνέχεια; Οι ίδιοι οι μπλόγκερς που θα συμμετέχουν, πρέπει να βρούν τους τρόπους ηλεκτρονικής προστασίας του φόρουμ από ανεπιθύμητους και αυτόκλητους «συνεργάτες».

2. Ως ονομασία του forum προτείνω το « εκκλησία του δήμου».

3. Θα συγκροτηθούν δύο συντονιστικές επιτροπές, μία των μπλόγκερς και μία των εκκλησιαστών. Η πρώτη θα συντονίζει τα τεχνικά θέματα και η δεύτερη τα λειτουργικά. Για τους μπλόγκερς δεν νομίζω, ότι θα δυσκολευτούν να βρούν τον τρόπο, να επιλέξουν την επιτροπή και μετά τις αρχικές τοποθετήσεις θα επιλεγεί και η συντονιστική επιτροπή της εκκλησίας του δήμου.

4. Κάθε τοποθέτηση, σχολιασμός θα γίνεται ενυπόγραφα μόνο από τα μέλη του φόρουμ. Μέλος του φόρουμ μπορεί να γίνει ελεύθερα κανείς σε οποιαδήποτε φάση του διαλόγου (όχι μόνο όσοι δηλώσουν αρχικά συμμετοχή δηλαδή).

5. Αρχικές τοποθετήσεις μπορούν να γίνουν μόνο από φυσικά πρόσωπα (για να επιλεγεί η συντονιστική επιτροπή). Φυσικά μπορούν να προβάλλουν και την κομματική τους ταυτότητα (αν έχουν και θέλουν). Στην συνέχεια όμως θα μπορούν να τοποθετούνται και οποιασδήποτε μορφής οργανωμένες ομάδες (από τις οποίες όμως θα είναι γνωστή η ταυτότητα τουλάχιστον ενός μέλους, το οποίο θα συμμετέχει στο φόρουμ ως εκπρόσωπος).

6. Κάθε αρχική τοποθέτηση θα δημοσιεύεται στο ενιαίο πανελλήνιο φόρουμ της εκκλησίας του δήμου, με την σειρά που φθάνουν, χωρίς καμία προβολή. Οι μπλόγκερς όμως στις εκτός φόρουμ σελίδες τους μπορούν να προβάλουν όποια κείμενα θέλουν.

7. Η αξιολόγηση των κειμένων (πολύ καλό- καλό- μέτριο- απαράδεκτο) θα γίνεται όπως και στα μπλόγκς. Αξιολόγηση των κειμένων θα κάνουν μόνο τα μέλη του φόρουμ.

8. Από την αξιολόγηση των αρχικών τοποθετήσεων θα προκύψει η συντονιστική επιτροπή των εκκλησιαστών. Τα τρία μέλη της επιτροπής θα τα ορίζουν οι τρεις πρώτοι στην αξιολόγηση των αρχικών τους τοποθετήσεων. Ο πρώτος θα ορίσει τον πρόεδρο. Η βαθμολόγηση των κειμένων αυτών θα γίνει με την εξίσωση των παραπάνω χαρακτηρισμών ως εξής: πολύ καλό 5 βαθμοί, καλό 3 βαθμοί, μέτριο 1 και απαράδεκτο 0 βαθμοί. Αυτονόητα κάθε μέλος μπορεί μα ψηφίσει (αξιολογήσει) μία φορά κάθε κείμενο των αρχικών τοποθετήσεων.

9. Οι «εκλέκτορες» που θα προκύψουν από αυτήν την διαδικασία, μπορούν να ορίσουν τον εαυτό τους, ή άλλο άτομο, από το φόρουμ για την θέση στην συντονιστική επιτροπή και να αλλάζουν πρόσωπο στην θέση αυτή όσες φορές χρειάζεται, ώστε να υπάρχουν πάντα τρία διαθέσιμα πρόσωπα στην επιτροπή, υπ ευθύνη των εκλεκτόρων.

10. Η επιτροπή φυσικά δεν χρειάζεται να συνεδριάζει εκ του πλησίον. Μέλημα της είναι η απόρριψη κειμένων και σχολίων από την δημοσιοποίηση στο φόρουμ, μόνον εάν αυτά υπερβαίνουν τα κοινωνικά αποδεκτά όρια του πολιτισμένου διαλόγου. Τα απορριφθέντα σχόλια και κείμενα θα είναι στην διάθεση κάθε μέλους του φόρουμ, αν τα αναζητήσει (με μέριμνα της επιτροπής των μπλόγκερς). Αν κάποιο μέλος κρίνει, ότι αδίκως απορρίφθηκε κάποιο κείμενο, ή σχόλιο, τότε αυτό κοινοποιείται σε όλα τα μέλη, τα οποία ψηφίζουν, αν θα διαγραφούν από το φόρουμ τα μέλη της επιτροπής, που αρνήθηκαν την δημοσίευση (και να δημοσιευτεί, ότι κακώς απορρίφθηκε), ή ο καταγγέλλων. Ο συγγραφέας δύο κειμένων, ή σχολίων, που απορρίφθηκαν τελεσίδικα (μετά από ψηφοφορία των μελών δηλαδή) αποβάλλεται από το φόρουμ. Οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες για αυτούς τους λόγους θα διαρκούν τρείς ημέρες από την ενημέρωση όλων των μελών.

11. Εως ότου συγκροτηθεί η συντονιστική επιτροπή των εκκλησιαστών, τον ρόλο της θα έχει η επιτροπή των μπλόγκερς. Προτείνω από την δημοσίευση αυτού του κειμένου περίοδο δύο εβδομάδων για την εγγραφή μελών στο φόρουμ και τις απαραίτητες διαβουλεύσεις των μπλόγκερς. Αν ο αριθμός των μπλόγκς, που θα ανταποκριθούν και κυρίως ο αριθμός των μελών, που θα εγγραφούν σε αυτό το διάστημα είναι ασήμαντος, προτείνω να αφήσουμε το πράγμα ως έχει. Θα περιμένω επ αυτού τις απόψεις των μπλόγκερς. Αν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε, ας υπάρξει άλλη μία εβδομάδα για την επιλογή της επιτροπής των μπλόγκερς, την προετοιμασία των αρχικών τοποθετήσεων και την τεχνική προετοιμασία του φόρουμ.

12. Τις επόμενες δύο εβδομάδες θα γίνεται η δημοσίευση των αρχικών τοποθετήσεων και η αξιολόγηση-ψηφοφορία για την ανάδειξη της συντονιστικής των εκκλησιαστών κατά τα παραπάνω.

13. Τόσο στην αρχική, όσο και στις επόμενες τοποθετήσεις είναι επιλογή των κειμενογράφων το περιεχόμενο τους. Οποιος θέλει μπορεί να κάνει συγκεκριμένες, ή ασαφείς, ή και καθόλου προτάσεις, με ή χωρίς αιτιολόγηση. Υποθέτω, ότι σε έναν τέτοιο διάλογο θα βρεθούν και οι σοβαροί συνομιλητές.

14. Εάν η πρωτοβουλία πάρει αξιόλογες διαστάσεις, θα χρειαστεί καλύτερη οργάνωση του πράγματος. Π.χ. το αρχικό ενιαίο φόρουμ να λειτουργεί παράλληλα με άλλα περιφερειακά και θεματικά. Σε αυτή την περίπτωση οι εκκλησιαστές θα πρέπει να επιλέξουν με πιο οργανωμένο τρόπο μία κεντρική συντονιστική επιτροπή, καθώς και περιφερειακές. Επίσης να οριστεί τρόπος αξιολόγησης για την δημοσίευση των κειμένων στο κεντρικό φόρουμ. Φυσικά αυτά θα προκύψουν από τις προτάσεις των μελών και θα αποφασιστούν με ηλεκτρονικά ψηφίσματα.

15. Είναι αυτονόητο, αφού η ηλεκτρονική «εκκλησία του δήμου» είναι ένα απλό φόρουμ, δεν έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες· συνεπώς σε πρώτη φάση τουλάχιστον δεν υπάρχει λόγος ψηφισμάτων για θέματα ουσίας (πέραν των διαδικαστικών δηλαδή). Θεωρώ, ότι η αναγνωσιμότητα των κειμένων και κυρίως η αξιολόγηση και τα σχόλια αποτελούν ψηφίσματα από μόνα τους. 

Κάθε νοήμων πολίτης μπορεί να καταλάβει, ότι αυτή η διαδικτυακή πρωτοβουλία έχει τις προϋποθέσεις, να γίνει θεσμός του κράτους. Ενας θεσμός, που χωρίς τα σημερινά μέσα και δυνατότητες, λειτούργησε πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια σε αυτόν τον τόπο και εξύψωσε αυτό το έθνος από το σκότος της βαρβαρικής δεισιδαιμονίας, που οδηγεί τους λαούς στην υποταγή. Σε αυτό το αλώνι του δημοκρατικού πολιτεύματος απλώνονται τα χερόβολα του δημόσιου λόγου ανάμεσα στην πέτρα των προσωπικών και συντεχνιακών συμφερόντων και τον ήλιο της αλήθειας και της λογικής και με τον άνεμο της λαϊκής βούλησης λιγνίζεται το στάχυ, το άχυρο και ο καρπός, ο οποίος ξεδιαλέγεται στο δριμόνι των ψηφοφοριών. Μια τέτοια πέτρινη αλάνα ήταν αρκετή σε αυτούς, που υποτίθεται, ότι θαυμάζουμε, για να στήσουν τον πιο θαυμαστό θεσμό λαϊκής κυριαρχίας.

Στην αρχαία εκδοχή της εκκλησίας του δήμου δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις, αλλά και τελικά επικράτησαν δημαγωγοί εξουσιαστές, οι οποίοι εκφύλισαν το καθεστώς σε μία ανεύθυνη οχλοκρατία με καταστροφικά αποτελέσματα τόσο για την δημοκρατία, όσο και για την ίδια την υπόσταση των ανεξάρτητων αυτών κρατικών οντοτήτων. Η σημερινή τεχνολογία μας επιτρέπει, όχι απλώς την ανάσταση του θεσμού, αλλά και την προστασία του από τον εκφυλισμό. Η αμφίδρομη, άμεση, γραπτή επικοινωνία μεταξύ άπειρου πλήθους συνομιλητών, ουσιαστικά αίρει όλα τα μειονεκτήματα του προφορικού διαλόγου των λαϊκών συνελεύσεων (αλλά και κάθε άλλης μορφής «ζωντανού» πολιτικού διαλόγου, όπως του τηλεοπτικού). Στον γραπτό διάλογο, που διεξάγεται οργανωμένα, μπορούμε να φτάσουμε σε τελικά συμπεράσματα. Δεν υπάρχει ο περιορισμός χρόνου του προφορικού διαλόγου, για όσους έχουν πραγματικά επιχειρήματα, αλλά ούτε το πρόσχημα του περιορισμένου χρόνου, για όσους δεν έχουν και διακορεύουν τις προφορικές συζητήσεις με φωνές, αντεγκλήσεις, χαρακτηρισμούς. Πολλοί από αυτούς, που θα λέγανε «πολλά και σπουδαία», αλλά … δεν τους αφήνει ο δημοσιογράφος (ο συντονιστής, ή η οχλοβοή) στην πραγματικότητα δεν έχουν να πουν τίποτα. Δεν ξεκινάμε κάθε φορά από την αφετηρία (όπως στον προφορικό διάλογο) αλλά συνεχίζουμε την συζήτηση εκεί, που είχαμε μείνει. Προσέχουμε τι γράφουμε, έχουμε χρόνο να σκεφτούμε τις απαντήσεις, χωρίς τον ψυχολογικό φόρτο της προφορικής συζήτησης, δεν υπάρχουν επικαλύψεις της φωνής μας, διαπληκτισμοί (που αποσυντονίζουν την σκέψη μας) κ.λ.π. Αν κάποιοι εμμένουν σε ανοησίες, απλά τα κείμενα τους δεν θα έχουν αναγνωσιμότητα. Η ίδια η διαδικασία δηλαδή πετάει έξω τους ανοητολογούντες, αθροίζει τις καλές τοποθετήσεις, κατατείνει προς την εξεύρεση της αλήθειας. Φυσικά η αναζήτηση της αλήθειας είναι μία διαρκής μέριμνα του σκεπτόμενου ανθρώπου, που ποτέ δεν αρκείται σε όσα κατενόησε. Ετσι τα φόρουμ αυτά, η σύγχρονη εκκλησία του δήμου δηλαδή, δεν θα σταματήσουν ποτέ την λειτουργία τους· πιστεύω όμως, ότι σύντομα θα αποδώσουν παραγωγή αξιόλογων πολιτικών προτάσεων.

Βέβαια υπάρχουν και εκείνοι, που προτιμούν την «ζεστασιά» της άμεσης επαφής (και το δρόσισμα του γιαουρτώματος) στον πολιτικό διάλογο, αλλά σε καμία περίπτωση όταν λέω «εκκλησία του δήμου», δεν εννοώ τον χαβαλέ των πανεπιστημιακών αμφιθέατρων και τον φασισμό των ζηλωτών της «απόλυτης αλήθειας». Τέτοιες πρακτικές ανοίγουν κερκόπορτες για την κατάλυση της δημοκρατίας και όχι δρόμους για την εξύψωση της.

Γνωρίζω, ότι θα υπάρξει ο σκεπτικισμός, αν μπορεί να περπατήσει αυτή η πρωτοβουλία, καθώς δεν εκπορεύεται από κάποιο πρόσωπο με σημαντικό πολιτικό βάρος, ή κάποιον οργανωμένο φορέα. Δεν έχω την δυνατότητα να είμαι το ένα, ή το άλλο, γι αυτό ακριβώς πιστεύω, ότι υπάρχουν κάποιες μικρές πιθανότητες επιτυχίας, εκεί πού άλλοι σημαντικότεροι δεν τα πολυκατάφεραν. Το κυριότερο μειονέκτημα άλλων ανάλογων πρωτοβουλιών είναι ότι περιχαρακώνουν εξ αρχής το πράγμα σε οπαδούς και φίλους, σε ομιλητές και ακροατές. Ο φόβος και η καχυποψία του καπελώματος από τους οργανωτές της πρωτοβουλίας διώχνει όσους δεν προέρχονται, ή δεν περιτριγυρίζουν το συγκεκριμένο μαντρί. Ακόμη και οι πρωτοβουλίες που προέρχονται από ανεξάρτητες αναγνωρισμένες προσωπικότητες έχουν έντονο το στοιχείο του ελιτισμού και της παρέας· δηλαδή μια άλλη παρέα φωτισμένων, που θα πάρει την θέση των φθαρμένων …Δημόσιος διάλογος όμως, ο οποίος εκ γενετής είναι περιχαρακωμένος σε συγκεκριμένα ιδεολογικά όρια και προκαθορισμένη ουσιαστικά ηγεσία, δεν είναι δημόσιος διάλογος· είναι κομματικός και συνήθως δεν είναι και διάλογος. Πιστεύω, ότι τελικά η ασημαντότητα μου είναι προτέρημα για μία τέτοια πρωτοβουλία· αν μη τι άλλο, δεν έχει να φοβηθεί κανείς το καπέλωμα.

* Είναι κατανοητό, νομίζω, ότι δεν το λέω ειρωνικά. Η κοινωνία έχει ανάγκη τις δυνάμεις και τις δυνατότητες όλων μας. Φυσικά αυτό, που δεν είναι ειρωνεία, για όσους αυθόρμητα και χωρίς ιδιοτελείς υπολογισμούς τις προσφέρουν (τις δυνάμεις τους) είναι όχι μόνον ειρωνεία, αλλά και έκφραση απέχθειας για εκείνους, που τέτοιες ώρες κοιτάνε πως θα μοσχοπουλήσουν την εξειδίκευση τους σε μία κοινωνία, που χάνει την γη κάτω από τα πόδια της. Ας μάθουν λοιπόν εκείνοι, ότι δεν έχουμε καμία ανάγκη την σοφία τους, γιατί τέτοιοι σοφιστές μας έφεραν εδώ.


Αφήγημα έκτο
Ο σοφός μπούφος

Κατανοώ απόλυτα την στάση και τον αγώνα των κατοίκων της Κερατέας. Δεν μπορώ όμως να δείξω την ελάχιστη κατανόηση σε εκείνους, που παραπλανούν αυτούς τους ανθρώπους και τους στρέφουν σε ανεδαφικές διεκδικήσεις και όχι σε αυτό που πραγματικά δικαιούνται τόσο αυτοί, όσο και όλοι οι άλλοι πολίτες, των οποίων θίγονται περιουσιακά δικαιώματα για το γενικότερο συμφέρον· την απαίτηση δηλαδή για απαλλοτρίωση (και πλήρη και άμεση αποζημίωση) για ευρύτατη (δασοποιημένη) ζώνη γύρω από τις εγκαταστάσεις και πλήρη αποζημίωση πέραν αυτής (της ζώνης) για κάθε υποβάθμιση περιουσιακού στοιχείου, ή μετεγκατάσταση, όσων το θελήσουν. Βεβαίως αυτό θα είχε υπερπολλαπλάσιο κόστος από τις προτεινόμενες λύσεις, αλλά είναι η μόνη εφικτή (παρά το κόστος) και ταυτόχρονα δίκαιη λύση. Τα πράσινα κουραφέξαλα, που λέγονται από τους όψιμους (και πολύ ύποπτους) οικολόγους είναι για να παραπλανηθούν οι κάτοικοι και να μην ζητούν, αυτά που πραγματικά δικαιούνται.

Το παραμύθι είναι γνωστό· όταν οι κάτοικοι αρχίσουν να κουράζονται από το αντάρτικο, που αναγκάζονται να κάνουν, θα σκάσουν μύτη τα «αντισταθμιστικά» οφέλη, οι «πράσινες» τεχνολογίες και λοιπά πολιτικάντικα φούμαρα, ώστε στο τέλος να υποβαθμιστούν μέχρι μηδενισμού περιουσίες εκατοντάδων εκατομμυρίων χωρίς καμία αποζημίωση. Ηδη έχουν αρχίσει τα κοροϊδιλίκια για μικρότερη έκταση, λιγότερα σκουπίδια κ.λ.π. (μέχρι να βάλλουν πόδι δηλαδή). Να το θυμηθούν αυτό οι κάτοικοι της Κερατέας, όταν θα κλαίνε με μαύρο δάκρυ. Κανείς δεν πείστηκε για την μοναδικότητα του Οβριόκαστρου, που τους λένε να προβάλλουν, αντί των αυτονόητων δικαιωμάτων τους. Ετσι τα χρήματα που θα έπαιρναν αυτοί, θα τα πάρουν (μεταξύ πολλών άλλων τρωκτικών και) σύλλογοι και «φορείς», που «αγωνίζονται» και «προστατεύουν» το περιβάλλον, «αγωνιζόμενοι» για την «προστασία» του κάθε Οβριόκαστρου.

Πιάστηκα από ένα θέμα της επικαιρότητας για να καταδείξω (άλλη μια φορά) την πονηρία που κρύβεται πίσω από τις εξεγέρσεις και το πώς τα θύματα (εν προκειμένω οι κάτοικοι της περιοχής) γίνονται διπλά θύματα των πολιτικών και παραπολιτικών παράσιτων. Είναι βέβαιο, ότι τώρα δεν υπάρχει καιρός να κάτσουν να το συζητήσουν, αλλά (θα πουν) και τι να συζητούσαν πριν; (στην βάση ενός δήμου). Μόνο δικό τους θέμα ήταν τα σκουπίδια της Αττικής; Ηταν όμως και δικό τους και έπρεπε να φανταστούν, ότι αν όχι αυτοί, τότε κάποιοι άλλοι θα πλήρωναν την νύφη. Όταν τόσα χρόνια την πλήρωναν οι Λιοσιείς, δεν είδα την συμπαράσταση που επιζητούν τώρα εκείνοι; Δεν είδα κανέναν δήμο να αναλαμβάνει από μόνος του την διαχείριση των δικών του σκουπιδιών· δεν είδα κανέναν δημότη να διαμαρτύρεται γιατί τα δικά του σκουπίδια καταλήγουν τελικά σε άλλον δήμο; Δεν ήταν δική τους δουλειά; Ήταν δουλειά των σοφών ειδικών; Τώρα οι σοφοί ειδικοί αποφάσισαν την Κερατέα· αποφάσισαν απολύσεις και ανεργία· αποφάσισαν μειώσεις μισθών και συντάξεων. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της εναπόθεσης της τύχης μας σε άλλους. Καθένας που εναποθέτει την τύχη του σε αυτούς που λένε «ας το σε μένα· ξέρω εγώ· θα σε φτιάξω ωραία» με λίγο μυαλό θα «μάντευε» ποια είναι η τύχη του.

Η αλήθεια είναι, ότι πολλοί δήμοι της Αττικής (μεταξύ των οποίων και η Κερατέα) είχαν δική τους χωματερή και θεωρητικά δεν επιβάρυναν άλλους. Α) το ότι υπάρχουν δεκάδες επίσημες και εκατοντάδες ανεπίσημες χωματερές, στις οποίες θάβεται το σύνολο των απορριμμάτων χωρίς επεξεργασία και ανακύκλωση δεν είναι επιβάρυνση του συνόλου; Β) στον τόπο μου, που κατά γενική ομολογία είναι πολύ πιο όμορφος από το Οβριόκαστρο και την Κερατέα (και πολύ πιο σημαντικός από υδρολογικής πλευράς – για να μην συγκρίνουμε τον τουρισμό των δύο τόπων), έχουν εγκατασταθεί διυλιστήρια, λευκοσιδηρουργεία, χημικές και (πολλές) άλλες ρυπογόνες βιομηχανίες, τα προϊόντα των οποίων δεν καταναλώνουμε (μόνο) εμείς φυσικά. Μια και εμείς δεν στέλνουμε τα σκουπίδια μας αλλού (αντίθετα δεχόμαστε τα λύματα των γειτόνων) θα έπρεπε να πούμε, κάθε δήμος να έχει το δικό του μικρό διυλιστήριο και τα δικά του πάσης μορφής εργοστάσια και ξεκουβαλάτε μας; 

Άλλη μία απόδειξη ότι τα προβλήματα όλων, πρέπει να συζητιούνται και να αποφασίζονται από όλους πριν φτάσουμε στο απροχώρητο. Ενας πανελλήνια οργανωμένος δημόσιος διάλογος (όσο υπήρχε καιρός) θα κατέληγε στο συμπέρασμα, ότι κανείς δεν δέχεται επεξεργασία και εναπόθεση σκουπιδιών στο δικό του το σπίτι με οποιαδήποτε τεχνολογία, ή παραπειστική ορολογία. Συνεπώς το σπίτι που έπρεπε να θυσιαστεί, έπρεπε και να αποζημιωθεί πλήρως και να αποκατασταθούν οι κάτοικοι του και την αποζημίωση να την πληρώσουμε οι υπόλοιποι (και ότι μπορούμε να πάρουμε από την Ε.Ε. φυσικά).

Θα πουν κάποιοι φίλοι «καλά όλα αυτά, αλλά μέχρι να καθιερωθεί στην συνείδηση του λαού η εκκλησία του δήμου και να γίνει θεσμός σεβαστός από το κράτος, θα ανεχόμαστε ότι κάνουν;» Πρώτον· Το πόσο γρήγορα θα γίνει η εκκλησία του δήμου θεσμός σεβαστός από το κράτος, εξαρτάται αποκλειστικά από τους πολιτικοποιημένους πολίτες, αυτούς δηλαδή που βιάζονται να ανατρέψουν … το σάπιο καθεστώς. Αν αυτοί οι ίδιοι την σνομπάρουν για αγώνες μεγαλύτερης αμεσότητας (όπως ίσως θεωρούν, ότι πρέπει να κάνουν) αυτοί οι ίδιοι την απαξιώνουν και την τορπιλίζουν. Δεύτερον· όπως απέδειξε και η Φουκοσίμα, η καταστροφή του περιβάλλοντος δεν θα περιμένει την πολιτική ωρίμανση των λαών· ωστόσο δεν μπορούμε την μία ημέρα να διαμαρτυρόμαστε για τα πυρηνικά και την άλλη να αποκλείουμε τις ανεμογεννήτριες για αισθητικούς λόγους ! ( άρθρο «περί ανέμων» 8 Φεβρουαρίου 2011 Loutrakiblog). Δεν μπορεί την μία ημέρα να απαιτούμε διαχείριση των σκουπιδιών και την άλλη να λέμε τρίχες για επεξεργασία μέσα στα αστικά κέντρα. Από την μία απαιτούμε την απομάκρυνση ακόμη και των τυροκομείων από τις κατοικημένες περιοχές και από την άλλη λέμε για εργοστάσια σκουπιδιών μέσα σε αυτές…Η πολιτική ωρίμανση των λαών εξαρτάται από την ωρίμανση πρώτα των πολιτικοποιημένων τμημάτων αυτών και ωριμότητα δεν είναι οι πύρινοι λόγοι και η μετάθεση ευθυνών. Ωριμότητα είναι η διεξοδική συζήτηση και όχι η αντιδραστική συνθηματολογία. Ωριμότητα είναι να ψάξουμε να βρούμε λύσεις στα πράγματι ασφυκτικά προβλήματα της εποχής μας και όχι να παριστάνουμε τους αδέκαστους κριτές και τους αδάμαστους επαναστάτες.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα για την κινητοποίηση του πολιτικοποιημένου τμήματος της κοινωνίας απέναντι σε μία πρωτοβουλία όπως αυτή, είναι ο ζηλότυπος εγωισμός μας, που δύσκολα αποδέχεται πρωτοβουλίες άλλων, αλλά και η συσχέτιση της πολιτικής μας πρακτικής με προσωπικές επιδιώξεις. Εν ολίγοις, τα μύχια (εγωκεντρικά) πάθη μας και η ματαιοδοξία μας είναι το κυριότερο εμπόδιο για την μετάβαση σε ένα πραγματικά δημοκρατικό πολίτευμα. Η πρόταση μου για την αντιμετώπιση των ανθρώπινων αδυναμιών, όπως ήδη είπα, είναι η εναλλαγή στις θέσεις δημόσιας εξουσίας και θα τοποθετηθώ αναλυτικότερα, αν αυτή η πρωτοβουλία ευδοκιμήσει. Αυτή η αρχή πιστεύω, ότι μπορεί να προσφέρει ένα όραμα, που θα υπερκεράσει τα ταπεινά μας φρονήματα και ελατήρια και θα αποδώσει ανιδιοτελή κοινωνική προσφορά.

Το μυστικό της (ποιοτικής) επιτυχίας τόσο για την πρωτοβουλία αυτή, όσο και για την δημοκρατία γενικότερα, είναι η καθολική συμμετοχή· ο αποκλεισμός των αποκλεισμών. Γνωρίζουμε, ότι έτσι κι αλλιώς, μικρό μέρος του πληθυσμού θα ασχοληθεί ουσιαστικά με τις πολιτικές διεργασίες. Δημοκρατία είναι, κανείς από όσους θέλουν να συμμετάσχουν, να μην αποκλείεται, γιατί αυτός μοιραία θα περάσει στην αντίπερα όχθη. Και όσο οι της αντίπερα όχθης πληθύνονται, τόσο βαίνει μειούμενο το κύρος των αποφάσεων των κρατούντων. Οι αποκλεισμένοι συνωμοτούν, διαβάλουν, διχάζουν, υπονομεύουν. Ο φθόνος τους βρίσκει πάτημα στην αναπόφευκτη διολίσθηση του συστήματος που τους απέκλεισε (γιατί τα συστήματα των αποκλεισμών εξοκέλλουν πάντα) νικούν τους παρηκμασμένους κρατούντες και επιβάλουν το δικό τους σύστημα αποκλεισμών. Το όραμα που θα μπορούσε να μας εξυψώσει από αυτές τις μικροψυχίες δεν μπορεί, παρά να εδράζει στις αρχές τις καθολικής συμμετοχής και της εναλλαγής στις θέσεις εξουσίας. Οι κουτοπόνηρες θεωρίες της σύγχρονης ειδικολαγνείας περί «καταλληλότητας», προόδου των «αρίστων» στις θέσεις εξουσίας κ.λ.π. αποδείχτηκαν τερατώδεις χίμαιρες. Οι «άριστοι» αποδεικνύονται (χωρίς σχεδόν εξαίρεση) υπερφίαλοι, κενόδοξοι, υπόδουλοι της ματαιότητας τους. Αποδεικνύονται πιο μέτριοι από αυτούς, που κρίνονται ως ακατάλληλοι να (συν)αποφασίζουν (το πόπολο δηλαδή). Η σύγχρονη αριστοκρατία, η αριστοκρατία των «ειδικών» αποδεικνύεται το ίδιο ρηχή με την κληρονομική αριστοκρατία. Δεν λέει κανείς (ούτε και εγώ) ότι δεν χρειάζεται ή επαγγελματική εξειδίκευση (για την ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγικότητας- με την ευρύτερη έννοα), όμως πρέπει να υπάρχει το μέτρο της λογικής. Ούτε ο ειδικός είναι παντογνώστης στον τομέα του, ούτε ο ανειδίκευτος είναι υποχρεωτικά άσχετος. Αλλωστε ποια είναι η ειδοποιός διαφορά αυτών των δύο; Ότι ο ειδικός κατέχει και αποκρύπτει με συντεχνιακή μιζέρια, όποιο τμήμα της τέχνης του δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό. Πράγματα που την μία ημέρα αποτελούν «υψηλή» εξειδίκευση, την άλλη γίνονται κτήμα του απλού λαού. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί υπάρχουν και εκείνοι οι ειδικοί (συνήθως είναι από τους καλύτερους στον τομέα τους) που αποποιούνται τα συντεχνιακά κεκτημένα προνόμια και αποκαλύπτουν την απλότητα των γνώσεων τους, ή ακόμη περισσότερο, πασχίζουν να εκλαϊκεύσουν και τα όσα είναι πράγματι δυσνόητα για τον ανειδίκευτο. (Αντίθετα με την πλειοψηφεία, που χρησιμοποιούν την ορολογία της ειδικότητας τους, για να συσκοτίζουν τους εκτός συντεχνίας – ότι δήθεν ο τάδε, άγνωστος στους πολλούς, όρος εμπεριέχει δυσνόητα για τους αμύητους μυστήρια).

Συνεπώς το ότι δεν προσκυνάω την «παντογνωσία» κανενός, δεν σημαίνει ότι περιφρονώ τις γνώσεις και τις ικανότητες ( όποιου τις έχει πραγματικά). Αντίθετα καλώ καθέναν, που έλαβε το δώρο του πνεύματος, να το καταθέσει στην κοινωνία, τώρα που τον χρειάζεται, ειδάλλως να μείνει παράμερα σαν σοφός μπούφος.

Δεν χρειάζεται συνταγματική αναπροσαρμογή, ούτε χρήματα, ούτε χρόνος για να επαναφέρουμε τον σπουδαιότερο θεσμό στην κοιτίδα της δημοκρατίας. Διδαγμένοι μάλιστα από το παρελθόν και την ιστορία μπορούμε να τον προστατέψουμε από τον εκφυλισμό. Ας στήσουμε άμεσα το ηλεκτρονικό βήμα της σύγχρονης Πνύκας και ας προσέλθει σε αυτό, όστις βούλεται αγορεύειν.

Παναγιώτης Θ. Ρέππας

Σχετικές Αναρτήσεις :



Comments:

There are 0 σχόλια for Η έκφραση της λαϊκής βούλησης και το πρόβλημα του γιαουρτώματος (σπονδυλωτό αφήγημα)

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια άσχετα με το θέμα της ανάρτησης θα διαγράφονται.

Μας διάβασαν