ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ "ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"
| Ετικέτες 1821, Λογοτεχνία-Ποίηση | Posted On Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010
Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἄρχισε νὰ γράφει τὸ ποίημα «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερία» τὸ 1822, μετὰ τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Τρικούπη (ποὺ τὸν ἐπηρέασε πολύ) καὶ τὸν ὁλοκλήρωσε τὸν Μάιο τοῦ 1823.
Πρωτοδημοσιεύθηκε τὸ 1824 στὸ Μεσολόγγι καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 1825. Ἔπειτα, ἐπανεκτυπώθηκε πολλὲς φορές καὶ μεταφράσθηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες. Τὸ 1865, μὲ τὴ δεύτερη μουσικὴ σύνθεση του, ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μάντζαρο, ἔγινε ἐπισήμως ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδος.
Πρωτοδημοσιεύθηκε τὸ 1824 στὸ Μεσολόγγι καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 1825. Ἔπειτα, ἐπανεκτυπώθηκε πολλὲς φορές καὶ μεταφράσθηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες. Τὸ 1865, μὲ τὴ δεύτερη μουσικὴ σύνθεση του, ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μάντζαρο, ἔγινε ἐπισήμως ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδος.
Στη συνέχεια ολόκληρο το ποίημα...
1
Σε γνωρίζω από την κόψητου σπαθιού την τρομερή,σε γνωρίζω από την όψηπου με βία μετράει τη γη.2
Απ' τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!3
Εκεί μέσα εκατοικούσεςπικραμένη, εντροπαλή,κι ένα στόμα ακαρτερούσες,“έλα πάλι”, να σου πεί.4
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,κι ήταν όλα σιωπηλά,γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρακαι τα πλάκωνε η σκλαβιά.5
Δυστυχής! Παρηγορίαμόνη σού έμενε να λέςπερασμένα μεγαλείακαι διηγώντας τα να κλαις.6
Και ακαρτέρει και ακαρτέρειφιλελεύθερη λαλιά,ένα εκτύπαε τ' άλλο χέριαπό την απελπισιά,7
Κι έλεες: “Πότε, α, πότε βγάνωτο κεφάλι από τσ' ερμιές;”.Και αποκρίνοντο από πάνωκλάψες, άλυσες, φωνές.8
Τότε εσήκωνες το βλέμμαμες στα κλάιματα θολό,και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,πλήθος αίμα ελληνικό.9
Με τα ρούχα αιματωμέναξέρω ότι έβγαινες κρυφάνα γυρεύεις εις τα ξέναάλλα χέρια δυνατά.10
Μοναχή το δρόμο επήρες,εξανάλθες μοναχή·δεν είν' εύκολες οι θύρεςεάν η χρεία τες κουρταλεί.11
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,αλλ' ανάσαση καμμιά·άλλος σου έταξε βοήθειακαι σε γέλασε φρικτά.12
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σουοπού εχαίροντο πολύ,“σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου,σύρε”, έλεγαν οι σκληροί.13
Φεύγει οπίσω το ποδάρικαι ολογλήγορο πατείή την πέτρα ή το χορτάριπου τη δόξα σού ενθυμεί.14
Ταπεινότατη σου γέρνειη τρισάθλια κεφαλή,σαν πτωχού που θυροδέρνεικι είναι βάρος του η ζωή.15
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύεικάθε τέκνο σου με ορμή,πού ακατάπαυστα γυρεύειή τη νίκη ή τη θανή.16
Απ' τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!17
Μόλις είδε την ορμή σουο ουρανός που για τσ' εχθρούςεις τη γη τη μητρική σουέτρεφ' άνθια και καρπούς,18
εγαλήνεψε· και εχύθεικαταχθόνια μια βοή,και του Ρήγα σού απεκρίθηπολεμόκραχτη η φωνή.19
΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξανχαιρετώντας σε θερμά,και τα στόματα εφωνάξανόσα αισθάνετο η καρδιά.20
Εφωνάξανε ως τ' αστέριατου Ιονίου και τα νησιά,κι εσηκώσανε τα χέριαγια να δείξουνε χαρά,21
μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένοτο καθένα τεχνικά,και εις το μέτωπο γραμμένοέχει: “Ψεύτρα Ελευθεριά”.22
Γκαρδιακά χαροποιήθεικαι του Βάσιγκτον η γη,και τα σίδερα ενθυμήθειπου την έδεναν κι αυτή.23
Απ' τον πύργο του φωνάζει,σα να λέει σε χαιρετώ,και τη χήτη του τινάζειτο λιοντάρι το Ισπανό.24
Ελαφιάσθη της Αγγλίαςτο θηρίο, και σέρνει ευθύςκατά τ' άκρα της Ρουσίαςτα μουγκρίσματα τσ' οργής.25
Εις το κίνημα του δείχνει,πως τα μέλη ειν' δυνατά·και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνειμια σπιθόβολη ματιά.26
Σε ξανοίγει από τα νέφηκαι το μάτι του Αετού,που φτερά και νύχια θρέφειμε τα σπλάχνα του Ιταλού·27
και σ' εσέ καταγυρμένος,γιατί πάντα σε μισεί,έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος,να σε βλάψει, αν ημπορεί.28
΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαιπάρεξ που θα πρωτοπάς·δεν μιλείς και δεν κουνιέσαιστες βρισιές οπού αγρικάς·29
σαν το βράχο οπού αφήνεικάθε ακάθαρτο νερόεις τα πόδια του να χύνειευκολόσβηστον αφρό·30
οπού αφήνει ανεμοζάληκαι χαλάζι και βροχήνα του δέρνουν τη μεγάλη,την αιώνιαν κορυφή.31
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,οποιανού θέλει βρεθείστο μαχαίρι σου αποκάτουκαι σ' εκείνο αντισταθεί.32
Το θηρίο π' ανανογιέταιπως του λείπουν τα μικρά,περιορίζεται, πετιέται,αίμα ανθρώπινο διψά·33
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,τα λαγκάδια, τα βουνά,κι όπου φθάσει, όπου περάσει,φρίκη, θάνατος, ερμιά·34
Ερμιά, θάνατος και φρίκηόπου επέρασες κι εσύ·ξίφος έξω από τη θήκηπλέον ανδρείαν σου προξενεί.35
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκειτης αθλίας Τριπολιτσάς·τώρα τρόμου αστροπελέκινα της ρίψεις πιθυμάς.36
Μεγαλόψυχο το μάτιδείχνει πάντα οπώς νικεί,κι ας ειν' άρματα γεμάτηκαι πολέμιαν χλαλοή.37
Σου προβαίνουνε και τρίζουνγια να ιδείς πως ειν' πολλά·δεν ακούς που φοβερίζουνάνδρες μύριοι και παιδιά;38
Λίγα μάτια, λίγα στόματαθα σας μείνουνε ανοιχτά.για να κλαύσετε τα σώματαπου θε νά 'βρει η συμφορά!39
Κατεβαίνουνε, και ανάφτειτου πολέμου αναλαμπή·το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,λάμπει, κόφτει το σπαθί.40
Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;Λίγα τα αίματα γιατί;Τον εχθρό θωρώ να φύγεικαι στο κάστρο ν' ανεβεί.41
Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι,οπού φεύγοντας δειλιούν·τα λαβώματα στην πλάτηδέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.42
Εκεί μέσα ακαρτερείτετην αφεύγατη φθορά·να, σας φθάνει· αποκριθείτεστης νυκτός τη σκοτεινιά!43
Αποκρίνονται και η μάχηέτσι αρχίζει, οπού μακριάαπό ράχη εκεί σε ράχηαντιβούιζε φοβερά.44
Ακούω κούφια τα τουφέκια,ακούω σμίξιμο σπαθιών,ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,ακούω τρίξιμο δοντιών.45
Α, τι νύκτα ήταν εκείνηπου την τρέμει ο λογισμός!΄Αλλος ύπνος δεν εγίνειπάρεξ θάνατου πικρός.46
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,οι κραυγές, η ταραχή,ο σκληρόψυχος ο τρόποςτου πολέμου, και οι καπνοί,47
και οι βροντές και το σκοτάδιοπού αντίσκοφτε η φωτιά,επαράσταιναν τον ΄Αδηπου ακαρτέρειε τα σκυλιά·48
Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοιαναρίθμητοι, γυμνοί,κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,βρέφη ακόμη εις το βυζί.49
'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,μαύρη η εντάφια συντροφιά,σαν το ρούχο οπού σκεπάζειτα κρεβάτια τα στερνά.50
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοιεπετιούντο από τη γη,όσοι ειν' άδικα σφαγμένοιαπό τούρκικην οργή.51
Τόσα πέφτουνε τα θερι-σμένα αστάχια εις τους αγρούς·σχεδόν όλα εκειά τα μέρηεσκεπάζοντο απ' αυτούς.52
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,και αναδεύοντο μαζί,ανεβαίνοντας το κάστρομε νεκρώσιμη σιωπή.53
'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,μες στο δάσος το πυκνό,όταν στέλνει μίαν αχνάδαμισοφέγγαρο χλωμό,54
εάν οι άνεμοι μες στ' άδειατα κλαδιά μουγκοφυσούν,σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.55
Με τα μάτια τους γυρεύουνόπου είν' αίματα πηχτά,και μες στα αίματα χορεύουνμε βρυχίσματα βραχνά·56
και χορεύοντας μανίζουνεις τους ΄Ελληνες κοντά,και τα στήθια τους εγγίζουνμε τα χέρια τα ψυχρά.57
Εκειό το έγγισμα πηγαίνειβαθειά μες στα σωθικά,όθεν όλη η λύπη βγαίνει,και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.58
Τότε αυξαίνει του πολέμουο χορός τρομακτικά,σαν το σκόρπισμα του ανέμουστου πελάου τη μοναξιά.59
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·κάθε κτύπημα που εβγείείναι κτύπημα θανάτουχώρις να δευτερωθεί.60
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες κι εκείθενε η ψυχήαπ' το μίσος που την καίειπολεμάει να πεταχθεί.61
Της καρδίας κτυπίες βροντάνεμες στα στήθια τους αργά,και τα χέρια όπου χουμάνεπερισσότερο ειν' γοργά.62
Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·γι' αυτούς όλους το παν είναιμαζωμένο αντάμα εκεί.63
Τόση η μάνητα κι η ζάλη,που στοχάζεσαι μη πωςαπό μία μεριά και απ' άλληδεν είνει ένας ζωντανός.64
Κοίτα χέρια απελπισμέναπώς θερίζουνε ζωές!Χάμου πέφτουνε κομμέναχέρια, πόδια, κεφαλές,65
και παλάσκες και σπαθίαμε ολοσκόρπιστα μυαλά,και με ολόσχιστα κρανία,σωθικά λαχταριστά.66
Προσοχή καμία δεν κάνεικανείς, όχι, εις τη σφαγή·πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;67
Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,πάρεξ όταν ξαπλωθεί;Δεν αισθάνονται τον κόποκαι λες κι είναι εις την αρχή.68
Ολιγόστευαν οι σκύλοι,και “Αλλά”, εφώναζαν, “Αλλά”,και των Χριστιανών τα χείλη“φωτιά”, εφώναζαν, “φωτιά”.69
Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,πάντα εφώναζαν “φωτιά”,και οι μιαροί κατασκορπιούντο,πάντα σκούζοντας “Αλλά”.70
Παντού φόβος και τρομάρακαι φωνές και στεναγμοί·παντού κλάψα, παντού αντάρα,και παντού ξεψυχισμοί.71
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλιεις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοιεις την τέταρτην αυγή.72
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνηκαι κυλάει στη λαγκαδιά,και το αθώο χόρτο πίνειαίμα αντίς για τη δροσιά.73
Της αυγής δροσάτο αέρι,δεν φυσάς τώρα εσύ πλιοστων ψευδόπιστων το αστέρι·φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!74
Απ' τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!75
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·δεν λάμπ' ήλιος μοναχάεις τους πλάτανους, δεν λάμπειεις τ' αμπέλια, εις τα νερά.76
Εις τον ήσυχον αιθέρατώρα αθώα δεν αντηχείτα λαλήματα η φλογέρα,τα βελάσματα το αρνί.77
Τρέχουν άρματα χιλιάδεςσαν το κύμα εις το γιαλό,αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδεςδεν ψηφούν τον αριθμό.78
Ω τρακόσιοι, σηκωθείτεκαι ξανάλθετε σε μας·τα παιδιά σας θελ' ιδείτεπόσο μοιάζουνε με σας.79
'Ολοι εκείνοι τα φοβούνταικαι με πάτημα τυφλόεις την Κόρινθο αποκλειούνταικι όλοι χάνουνται απ' εδώ.80
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρουπείνα και θανατικό,που με σχήμα ενός σκελέθρουπερπατούν αντάμα οι δυο·81
και πεσμένα εις τα χορτάριααπεθαίνανε παντούτα θλιμμένα απομεινάριατης φυγής και του χαμού.82
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,που ότι θέλεις ημπορείς.εις τον κάμπο, Ελευθερία,ματωμένη περπατείς.83
Στη σκια χεροπιασμένες,στη σκια βλέπω κι εγώκρινοδάχτυλες παρθένεςοπού κάνουνε χορό.84
Στο χορό γλυκογυρίζουνωραία μάτια ερωτικά,και εις την αύρα κυματίζουνμαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.85
Η ψυχή μου αναγαλλιάζειπως ο κόρφος καθεμιάςγλυκοβύζαστο ετοιμάζειγάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.86
Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,το ποτήρι δεν βαστώ·φιλελεύθερα τραγούδιασαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.87
Απ' τα κόκαλα βγαλμένητων Ελλήνων τα ιερά,και σαν πρώτα ανδρειωμένη,χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!88
Πήγες εις το Μεσολόγγιτην ημέρα του Χριστού,μέρα που άνθισαν οι λόγγοιγια το τέκνο του Θεού.89
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώνταςη Θρησκεία μ' ένα σταυρό,και το δάκτυλο κινώνταςοπού ανεί τον ουρανό,90
“σ' αυτό”, εφώναξε, “το χώμαστάσου ολόρθη, Ελευθεριά!”.Και φιλώντας σου το στόμαμπαίνει μες στην εκκλησιά.91
Εις την τράπεζα σιμώνει,και το σύγνεφο το αχνόγύρω γύρω της πυκνώνειπου σκορπάει το θυμιατό.92
Αγρικάει την ψαλμωδίαοπού εδίδαξεν αυτή·βλέπει τη φωταγωγίαστους Αγίους εμπρός χυτή.93
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουνμε πολλή ποδοβολή,κι άρματ', άρματα ταράζουν;Επετάχτηκες εσύ!94
Α, το φως που σε στολίζει,σαν ηλίου φεγγοβολή,και μακρίθεν σπινθηρίζει,δεν είναι, όχι, από τη γη.95
Λάμψιν έχει όλη φλογώδηχείλος, μέτωπο, οφθαλμός·φως το χέρι, φως το πόδι,κι όλα γύρω σου είναι φως.96
Το σπαθί σου αντισηκώνεις,τρία πατήματα πατάς,σαν τον πύργο μεγαλώνεις,κι εις το τέταρτο κτυπάς.97
Με φωνή που καταπείθειπροχωρώντας ομιλείς:“Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.98
Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:"Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·πέστε, που θ' αποκρυφθείτεεσείς όλοι, αν οργισθώ;99
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,που, μ' αυτήν αν συγκριθείκείνη η κάτω οπού σας έχω,σαν δροσιά θέλει βρεθεί.100
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,τόπους άμετρα υψηλούς,χώρες, όρη από τη ρίζα,ζώα και δέντρα και θνητούς.101
Και το παν το κατακαίει,και δεν σώζεται πνοή,πάρεξ του άνεμου που πνέειμες στη στάχτη τη λεπτή"”.102
Κάποιος ήθελε ερωτήσει:Του θυμού Του εισ' αδελφή;Ποιος είν' άξιος να νικήσειή με σε να μετρηθεί;103
Η γη αισθάνεται την τόσητου χεριού σου ανδραγαθιά,που όλην θέλει θανατώσειτη μισόχριστη σπορά.104
Την αισθάνονται και αφρίζουντα νερά, και τ' αγρικώδυνατά να μουρμουρίζουνσαν ρυάζετο θηριό.105
Κακορίζικοι, πού πάτετου Αχελώου μες στη ροήκαι πιδέξια πολεμάτεαπό την καταδρομή106
να αποφύγετε; Το κύμαέγινε όλο φουσκωτό·εκεί ευρήκατε το μνήμαπριν να ευρείτε αφανισμό.107
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζεικάθε λάρυγγας εχθρού,και το ρεύμα γαργαρίζειτες βλασφήμιες του θυμού.108
Σφαλερά τετραποδίζουνπλήθος άλογα, και ορθάτρομασμένα χλιμιντρίζουνκαι πατούν εις τα κορμιά.109
Ποίος στο σύντροφον απλώνειχέρι, ωσάν να βοηθηθεί·ποίος τη σάρκα του δαγκώνειόσο που να νεκρωθεί.110
Κεφαλές απελπισμένες,με τα μάτια πεταχτά,κατά τ' άστρα σηκωμένεςγια την ύστερη φορά.111
Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτητου Αχελώου νεροσυρμή-το χλιμίντρισμα και οι κρότοικαι του ανθρώπου οι γογγυσμοί.112
Έτσι ν' άκουα να βουίξειτον βαθύν Ωκεανό,και στο κύμα του να πνίξεικάθε σπέρμα αγαρηνό!113
Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφίαμες στους λόφους τους επτά,όλα τ' άψυχα κορμία,βραχοσύντριφτα, γυμνά,114
σωριασμένα να τα σπρώξειη κατάρα του Θεού,κι απ' εκεί να τα μαζώξειο αδελφός του Φεγγαριού.115
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριάμ' αργό πάτημα ας πηγαίνειμεταξύ τους και ας μετρά.116
Ένα λείψανο ανεβαίνειτεντωτό, πιστομητό,κι άλλο ξάφνου κατεβαίνεικαι δεν φαίνεται, και πλιο117
και χειρότερα αγριεύεικαι φουσκώνει ο ποταμός·πάντα, πάντα περισσεύει·πολύ φλοίσβισμα και αφρός.118
Α, γιατί δεν έχω τώρατη φωνή του Μωυσή;Μεγαλόφωνα την ώραοπού εσβιούντο οι μισητοί,119
το Θεόν ευχαριστούσεστου πελάου τη λύσσα εμπρός,και τα λόγια ηχολογούσεαναρίθμητος λαός.120
Ακλουθάει την αρμονίαη αδελφή του Ααρών,η προφήτισσα Μαρία,μ' ένα τύμπανο τερπνόν121
και πηδούν όλες οι κόρεςμε τσ' αγκάλες ανοικτές,τραγουδώντας, ανθοφόρες,με τα τύμπανα κι εκειές.122
Σε γνωρίζω από την κόψητου σπαθιού την τρομερή,σε γνωρίζω από την όψηπου με βία μετράει τη γη.123
Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο,δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·όμως, όχι, δεν είν' ξένοκαι το πέλαγο για σε.124
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνεικύματ' άπειρα εις τη γη,με τα οποία την περιζώνει,κι είναι εικόνα σου λαμπρή.125
Με βρυχίσματα σαλεύειπου τρομάζει η ακοή·κάθε ξύλο κινδυνεύεικαι λιμνιώνα αναζητεί.126
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνηκαι το λάμψιμο του ηλιού,και τα χρώματα αναδίνειτου γλαυκότατου ουρανού.127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,στην ξηράν εσύ ποτέ·όμως όχι δεν είν' ξένοκαι το πέλαγο για σέ.128
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,και σαν λόγγος στριμωχτάτα τρεχούμενα κατάρτια,τα ολοφούσκωτα πανιά.129
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,και αγκαλά δεν είν' πολλές,πολεμώντας, άλλα διώχνεις,άλλα παίρνεις, άλλα καις.130
Μ' επιθυμία να τηράζειςδύο μεγάλα σε θωρώ,και θανάσιμον τινάζειςεναντίον τους κεραυνό.131
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,και σηκώνει μια βροντή,και το πέλαο χρωματίζειμε αιματόχροη βαφή.132
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοικαι δεν μνέσκει ένα κορμί·χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,που σε πέταξαν εκεί.133
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοιμε τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,και τους έτρεμαν τα χείληδίνοντάς τα εις το φιλί.134
Κειες τες δάφνες που εσκορπίστετώρα πλέον δεν τες πατεί,και το χέρι οπού εφιλήστεπλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.135
'Ολοι κλαψτε· αποθαμένοςο αρχηγός της Εκκλησιάς·κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένοςωσάν να 'τανε φονιάς!136
'Εχει ολάνοικτο το στόμαπ' ώρες πρώτα είχε γευθείτ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα·λες πως θε να ξαναβγεί137
η κατάρα που είχε αφήσει,λίγο πριν να αδικηθεί,εις οποίον δεν πολεμήσεικαι ημπορεί να πολεμεί.138
Την ακούω, βροντάει, δεν παύειεις το πέλαγο, εις τη γη,και μουγκρίζοντας ανάβειτην αιώνιαν αστραπή.139
Η καρδιά συχνοσπαράζει.Πλην τι βλέπω; Σοβαράνα σωπάσω με προστάζειμε το δάκτυλο η θεά.140
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπητρεις φορές μ' ανησυχιά·προσηλώνεται κατόπιστην Ελλάδα, και αρχινά:141
“Παλληκάρια μου, οι πολέμοιγια σας όλοι είναι χαρά,και το γόνα σας δεν τρέμειστους κινδύνους εμπροστά.142
Απ' εσάς απομακραίνεικάθε δύναμη εχθρική,αλλά ανίκητη μια μένειπου τες δάφνες σας μαδεί.143
Μία, που όταν ωσάν λύκοιξαναρχόστενε ζεστοί,κουρασμένοι από τη νίκη,αχ, το νου σάς τυραννεί.144
Η Διχόνοια που βαστάειένα σκήπτρο η δολερήκαθενός χαμογελάει,"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".145
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνειέχει αλήθεια ωραία θωριά·μην το πιάστε, γιατί ρίχνειεισέ δάκρυα θλιβερά.146
Από στόμα οπού φθονάει,παλληκάρια, ας μην πωθεί,πως το χέρι σας κτυπάειτου αδελφού την κεφαλή.147
Μην ειπούν στο στοχασμό τουςτα ξένη έθνη αληθινά:"Εάν μισούνται ανάμεσό τουςδεν τους πρέπει ελευθεριά".148
Τέτοια αφήστενε φροντίδα·όλο το αίμα οπού χυθείγια θρησκεία και για πατρίδαόμοιαν έχει την τιμή.149
Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτεγια πατρίδα, για θρησκειά,σας ορκίζω, αγκαλισθείτεσαν αδέλφια γκαρδιακά.150
Πόσο λείπει, στοχασθείτε,πόσο ακόμη να παρθεί·πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,πάντα εσάς θ' ακολουθεί.151
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,καταστήστε ένα Σταυρόκαι φωνάξετε με μία:"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!152
Το σημείον που προσκυνάτεείναι τούτο, και γι' αυτόματωμένους μας κοιτάτεστον αγώνα το σκληρό.153
Ακατάπαυστα το βρίζουντα σκυλιά και το πατούνκαι τα τέκνα του αφανίζουν,και την πίστη αναγελούν.154
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθηαίμα αθώο χριστιανικό,που φωνάζει από τα βάθητης νυκτός: Να εκδικηθώ.155
Δεν ακούτε, εσείς εικόνεςτου Θεού, τέτοια φωνή;Τώρα επέρασαν αιώνεςκαι δεν έπαυσε στιγμή.156
Δεν ακούτε; Εις κάθε μέροςσαν του Άβελ καταβοά·δεν ειν' φύσημα του αέροςπου σφυρίζει εις τα μαλλιά.
157
Τι θα κάμετε; Θ' αφήστενα αποκτήσομεν εμείςλευθεριάν, ή θα την λύστεεξ αιτίας πολιτικής;158
Τούτο ανίσως μελετάτειδού εμπρός σας τον Σταυρό:Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,και κτυπήσετε κι εδώ!"”.

Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια άσχετα με το θέμα της ανάρτησης θα διαγράφονται.