Με μια κρυμμένη ελπίδα
| Ετικέτες Άρθρα-Σκέψεις | Posted On Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011
της Aρτέμιδος Καπούλα
Πολλά χρόνια πριν σε μια έξαρση επαναστατικής εφηβικής αντίδρασης αποφάσισα να πάω για δεκαπέντε μέρες στο χωριό των γονιών. Μεγάλη επανάσταση θα μου πείτε. Ναι ήταν για την εποχή της αν σκεφθείτε ότι ο χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1120 μέτρων στις πλαγιές των Αγράφων, δεν κατοικείται τον χειμώνα παρά μόνο από λύκους, αλεπούδες, αρκούδες και λοιπή πανίδα που εγώ-παρότι παιδί του χωριού-γνώριζα μόνο μέσα από τα ντοκιμαντέρ της ΕΤ1...
Μάζεψα λοιπόν τα 16 μου χρόνια, τα πακετάρισα μαζί με τα εξεγερμένα μου όνειρα και μια ωραία ημέρα του Ιουνίου κατέφθασα σε ένα έρημο χωριό όπου εκτός από μένα έμενε μόνο μια οικογένεια βοσκών που έλειπε όλη την μέρα στα πρόβατα. Στο χωριό δεν υπήρχε ηλεκτρικό ούτε νερό μέσα στο σπίτι. Είχα λάμπα πετρελαίου για να φωτίζω τα βράδια μου και αμέτρητα λαγήνια με τα οποία κουβαλούσα νερό από την πλατεία του χωριού, την μοναδική πηγή με ένα νερό τόσο κρύο που θα μπορούσες άνετα να το πουλήσεις για πάγο. Χρέη ψυγείου έκανε ένα μικρό ανοιχτό ντουλαπάκι που αρκούσε να το κρεμάσεις στο μπαλκόνι για να μείνουν τα πάντα αναλλοίωτα εις τον αιώνα τον άπαντα. Το τζάκι ήταν η μοναδική θέρμανση του σπιτιού και το κουβάλημα των ξύλων για να το διατηρήσεις αναμμένο ισοδυναμούσε με τουλάχιστον 3 μήνες εντατικού προγράμματος γυμναστήριου. Το να κάνεις μπάνιο και δη με χλιαρό νερό ήταν απόφαση ζωής και σχεδιασμός ημερών για την υλοποίηση του.
Οι πρώτες τρεις μέρες ήταν πραγματικά δύσκολες. Νοσταλγούσα όλα εκείνα τα πράγματα που μέχρι τότε θεωρούσα αυτονόητα. Έμπαινα στο σπίτι και ασυνείδητα έψαχνα στο πλάι της πόρτας να ανάψω το φώς, έβριζα κάθε φορά που χρειαζόταν κόπος και ιδρώτας για να κάνω το παραμικρό. Η μέρα δεν έφτανε ποτέ για να τελειώσουν οι δουλειές που έπρεπε να γίνουν για να κατορθώσεις να επιβιώσεις. Τα απογεύματα καθόμουν στο μπαλκόνι, κατάκοπη μα ικανοποιημένη, ατένιζα ένα ατέλειωτο πέλαγος από έλατα και αναλογιζόμουν τους γονείς, τους παππούδες μου, τους ανθρώπους εκείνους που μέχρι και το ΄60 ζούσαν σε κείνο το χωριό και αυτή ήταν η ζωή τους. Η μάνα μου έλεγε ότι ήταν δύσκολα χρόνια, σκληρά αλλά η περηφάνια της που κατόρθωσε και μας ανέθρεψε πάντα γλύκαινε την πίκρα στην φωνή της.
Όταν ήρθε η μέρα να φύγω από το χωριό ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Πιο δυνατός, πιο σίγουρος, ένας άνθρωπος που εκτιμούσε την αξία των πραγμάτων, που είχε μάθει να μην θεωρεί τίποτα δεδομένο αν δεν είχε παλέψει ο ίδιος για να το αποκτήσει. Ένας άνθρωπος καταπονημένος αλλά ευχαριστημένος από τον εαυτό του.
Σήμερα το πρωί σηκώθηκα στα σκοτάδια. Έβριζα που δεν μπορούσα να φτιάξω καφέ, να κάνω μπάνιο, που γύρναγα μέσα στο σπίτι μια ώρα σαν τον αόμματο για να βρω τα ρούχα μου. Έβριζα όταν σκουντούφλησα στις σκάλες και σε όλη την διαδρομή των τεσσάρων χιλιομέτρων που χρειάστηκε να περπατήσω για να πάω στην δουλειά. Έβριζα, έβριζα, έβριζα για όλα όσα θεωρούσα δεδομένα και τα είχα χάσει, για όλα όσα μου αρπάξανε μέσα από τα χέρια. Στάθηκα μια στιγμή καταμεσής του δρόμου και το μυαλό μου πήγε πίσω στο χωριό, η Χαμοστέρνας λες και γέμισε από έλατα και κέδρους. Σκέφτηκα ότι ίσως τελικά αυτή η αξία των πραγμάτων που με τα χρόνια έγινε μόνο χρηματική, αυτή η ζωή που βασίστηκε σε πλασματικά δεδομένα ήρθε η ώρα της να τελειώσει. Η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική είναι ανθρώπινη, βαθιά ανθρώπινη, μια ολόκληρη κοινωνία ήρθε και ξέρασε ένα ψεύτικο πρότυπο ζωής και ήρθε η ώρα να μαζέψουμε τα ξερατά μας.
Όταν γύρισα σπίτι δεν άναψα καν το φως. Προσπάθησα μες στα σκοτάδια να με νοιώσω, να βρω ξανά εκείνον τον άνθρωπο που έχασα μέσα στα χρόνια. Θα’ ρθουν δύσκολες μέρες μα θα 'ναι αληθινές. Θα θυμίζουν λίγο εκείνους τους ορεσίβιους με τα σκαμμένα πρόσωπα από τον κάματο μα με μάτια γελαστά και ένα γέλιο βροντερό γεμάτο ζωή. Αληθινή ζωή.
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια άσχετα με το θέμα της ανάρτησης θα διαγράφονται.