Να τελειώνουμε με την διατεταγμένη χυδαιολογία των παρατρεχάμενων του παρακράτους
| Ετικέτες Άρθρα-Σκέψεις | Posted On Τετάρτη 27 Απριλίου 2011
Αγαπητοί φίλοι,
Η επιστολή παραίτησης – για την οποία έγινε τόσος θόρυβος – ήταν αυστηρώς προσωπική υπόθεση και απευθυνόταν προσωπικά στον Μίκη, ο οποίος είναι γνώστης όλων των στοιχείων στα οποία αναφέρομαι έμμεσα.
Δεν ήταν δική μου επιλογή να δημοσιοποιηθεί.
Σκοπός μου ήταν να αποχωρήσω ήσυχα και χωρίς θόρυβο για να μην δοθεί η εντύπωση της διάσπασης, ούτε να τεθεί δίλημμα στα μέλη της Σπίθας. Αρχή μου πάντα ήταν ότι η απόφαση του τι θα κάνει κάποιος, ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο...
Δεν ήταν δική μου επιλογή να δημοσιοποιηθεί.
Σκοπός μου ήταν να αποχωρήσω ήσυχα και χωρίς θόρυβο για να μην δοθεί η εντύπωση της διάσπασης, ούτε να τεθεί δίλημμα στα μέλη της Σπίθας. Αρχή μου πάντα ήταν ότι η απόφαση του τι θα κάνει κάποιος, ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο...
Και πρέπει να την παίρνει όχι με βάση τις όποιες διαρρέουσες πληροφορίες, αληθινές ή ψεύτικες, όπως συμβαίνει πάντα με όλους τους υποταχτικούς ηλίθιους και τους πνευματικά ανάπηρους ειδωλολάτρες, αλλά με βάση το τι αντιλαμβάνεται ο ίδιος, τι τον διδάσκει η ίδια η εμπειρία του.
Στην κεντρική Σπίθα και στο περιβάλλον του Μίκη δεν υπήρξε από την πρώτη κιόλας στιγμή ίχνος διάθεσης για την οικοδόμηση μιας οργάνωσης στη βάση της άμεσης δημοκρατίας και των ανοιχτών διαδικασιών.
Από την αρχή η συμβουλευτική διχάστηκε ανάμεσα σε εκείνους που πήγαν να αδράξουν μια θαυμάσια ευκαιρία για να επιβληθούν ελέω Υψίστου και σ’ εκείνους που πάσχιζαν να δουν την Σπίθα να μένει πιστή στις αρχές της αυτοοργάνωσης και της άμεσης δημοκρατίας. Το γεγονός ότι κανένας από τη δεύτερη ομάδα δεν έχει μείνει στη συμβουλευτική, λέει πολλά.
Η δημοσιοποίηση της επιστολής δεν έγινε από εμένα. Έγινε από το περιβάλλον του Μίκη και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της κεντρικής Σπίθας, ώστε να ξεκινήσει ένας οχετός λάσπης εναντίον μου. Προσωπικά αιφνιδιάστηκα από το γεγονός ότι οποιοδήποτε υποκείμενο και ανώνυμος τρωγλοδύτης του πολιτικού υποκόσμου μπορούσε να αναρτήσει στην κεντρική ιστοσελίδα της Σπίθας υβρεολόγιο εναντίον μου. Ιδίως όταν η ίδια η κεντρική ιστοσελίδα δεν ήταν διαθέσιμη εξυπαρχής για αποφάσεις ή κείμενα Σπιθών που δεν ήταν αρεστά στους διαχειριστές της. Ειλικρινά κάτι τέτοιο δεν το έχω δει να συμβαίνει πουθενά αλλού, σε καμμιά άλλη οργάνωση.
Τέτοια αναξιοπρέπεια και χυδαιότητα πολύ δύσκολα θα βρει ιστορικό ανάλογο. Ποτέ μου δεν περίμενα μια τέτοια επιβεβαίωση της δράσης του παρακράτους εντός της κεντρικής Σπίθας...
Τώρα αν κάποιοι προτιμούν να παραβλέπουν αυτήν την επιβεβαίωση και εξακολουθούν να ζητούν από εμένα να «τεκμηριώσω» τις καταγγελίες μου, τότε είναι άξιοι της μοίρας τους.
Όταν με κάλεσαν να μπω στη συμβουλευτική δεν μου είπαν ότι μπαίνω σε μαγαζί και μάλιστα σε μαγαζί με φανερό, αλλά και αφανή, ιδιοκτήτη. Αν μου το είχαν πει εξαρχής δεν θα είχα δεχτεί να μπω. Αυτό που με τράβηξε δεν ήταν οι «θεόπνευστες» ομιλίες του Μίκη, αλλά η ελπίδα του κόσμου ότι κάτι μπορούσε να βγει από την Σπίθα. Πίστευα ότι αν κατορθώναμε να κρατήσουμε ένα επίπεδο πολιτικού διαλόγου, αλλά και ανοιχτές διαδικασίες με ελεύθερη ζύμωση, όπου η βάση αποφασίζει και όχι κάποιοι ελέω Θεού ηγήτορες, τότε είχε νόημα να βρίσκεται κανείς εκεί για να απευθυνθείς στους δεκάδες χιλιάδες που αρχικά ανταποκρίθηκαν στο πατριωτικό κάλεσμα του Μίκη.
Τέτοια αναξιοπρέπεια και χυδαιότητα πολύ δύσκολα θα βρει ιστορικό ανάλογο. Ποτέ μου δεν περίμενα μια τέτοια επιβεβαίωση της δράσης του παρακράτους εντός της κεντρικής Σπίθας...
Τώρα αν κάποιοι προτιμούν να παραβλέπουν αυτήν την επιβεβαίωση και εξακολουθούν να ζητούν από εμένα να «τεκμηριώσω» τις καταγγελίες μου, τότε είναι άξιοι της μοίρας τους.
Τώρα καταλαβαίνω ότι η ένταξή μου στη Σπίθα χάλασε τα σχέδια σε πολλούς. Γι’ αυτό και με κατηγορούν για το γιατί πήγα. Ήθελαν εξαρχής να χαρίσουν μερικές χιλιάδες κόσμου που πλησίασε στην αρχή την Σπίθα στις δυνάμεις που κινούσαν τα νήματα από το παρασκήνιο. Κάποιοι από μέσα και κάποιοι άλλοι απ’ έξω είχαν στήσει πολύ καλά το κόλπο. Όποιος προσέγγιζε ή εντασσόταν στην Σπίθα, ήθελε, δεν ήθελε, αποκτούσε την ρετσινιά του «εθνικοσοσιαλιστή» κι έτσι εξασφαλιζόταν ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο «εθνικοσοσιαλισμός» αποκτούσε λαϊκή απήχηση. Όμως, άνθρωποι σαν κι εμένα, τον Ληναίο κι άλλους πολλούς τους χάλασαν την μανέστρα. Και τώρα σαν μυξοπαρθένες μας κατηγορούν ότι κάναμε λάθος που ενταχθήκαμε από την αρχή και δεν τους αφήσαμε ήσυχους να ολοκληρώσουν το έργο τους. Άξιος ο μισθός τους, όπου κι αν ανήκουν.
Έτσι ευθύς εξαρχής ξεκίνησαν μια ολόκληρη εκστρατεία λάσπης πριν καν υπάρξει θέμα καταγγελιών. Καταγγέλθηκε η Σεισάχθεια σαν μια σκοτεινή οργάνωση που υποτίθεται ότι ήθελε να καταπιεί την Σπίθα. Μάλιστα αυτοί που την κατήγγειλαν περισσότερο ήταν εκείνοι με το πιο βεβαρημένο πολιτικά μητρώο και με τις πιο ύποπτες διασυνδέσεις. Προσωπικά ποτέ δεν με απασχόλησε αυτή η λασπολογία, γιατί η δουλειά μου και η προβολή της δεν εξαρτήθηκε ούτε μια στιγμή από την Σπίθα. Ούτε βέβαια η Σεισάχθεια και οι αγωνιστές που την απαρτίζουν είχαν καμμιά ανάγκη να αποδείξουν σε άκαπνους ρεμπεσκέδες του πολιτικού περιθωρίου το τι είναι και το τι επιδιώκουν. Άλλωστε όποιος ήθελε να μάθει για την Σεισάχθεια, μπορούσε να το κάνει ερχόμενος στις συναντήσεις της κάθε Δευτέρα στην Έταιρεία Ελληνων Σκηνοθετών, ή να συνδεθεί με τις επιτροπές δράσης της που λειτουργούν δημόσια και ανοιχτά πολύ πριν υπάρξει Σπίθα.
Έτσι ευθύς εξαρχής ξεκίνησαν μια ολόκληρη εκστρατεία λάσπης πριν καν υπάρξει θέμα καταγγελιών. Καταγγέλθηκε η Σεισάχθεια σαν μια σκοτεινή οργάνωση που υποτίθεται ότι ήθελε να καταπιεί την Σπίθα. Μάλιστα αυτοί που την κατήγγειλαν περισσότερο ήταν εκείνοι με το πιο βεβαρημένο πολιτικά μητρώο και με τις πιο ύποπτες διασυνδέσεις. Προσωπικά ποτέ δεν με απασχόλησε αυτή η λασπολογία, γιατί η δουλειά μου και η προβολή της δεν εξαρτήθηκε ούτε μια στιγμή από την Σπίθα. Ούτε βέβαια η Σεισάχθεια και οι αγωνιστές που την απαρτίζουν είχαν καμμιά ανάγκη να αποδείξουν σε άκαπνους ρεμπεσκέδες του πολιτικού περιθωρίου το τι είναι και το τι επιδιώκουν. Άλλωστε όποιος ήθελε να μάθει για την Σεισάχθεια, μπορούσε να το κάνει ερχόμενος στις συναντήσεις της κάθε Δευτέρα στην Έταιρεία Ελληνων Σκηνοθετών, ή να συνδεθεί με τις επιτροπές δράσης της που λειτουργούν δημόσια και ανοιχτά πολύ πριν υπάρξει Σπίθα.
Γνώριζα πολύ καλά ότι στο βαθμό που υπήρχε μια απόλυτη ελευθερία δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, γιατί ήξερα ότι η ανοιχτή αναμέτρηση στο πεδίο των επιχειρημάτων και των ιδεών δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει περιθώρια σε αντιδραστικές λογικές και επιρροές. Κάτι που έτρεμαν από την πρώτη στιγμή ορισμένοι άλλοι στη συμβουλευτική και γύρω από τον Μίκη, οι οποίοι δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να ριζοσπαστικοποιήσει η Σπίθα τον πολιτικό της λόγο. Ήθελαν μόνο να καταγγέλλει το πολιτικό σύστημα, αλλά να μην θίγει τα συμφέροντα που συνδέονται με το χρέος της χώρας, ούτε να θέτει θέμα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήθελαν να μιλά για εθνική ανεξαρτησία, αλλά μόνο απέναντι στους νεοθωμανούς της Τουρκίας και όχι θέτοντας θέμα αποδέσμευσης από ΕΕ και ΝΑΤΟ. Ήθελαν να καταγγέλλει την κομματοκρατία, αλλά επουδενί δεν ήθελαν να θέτει θέμα δημοκρατίας με όρους λαοκρατίας, δηλαδή λαϊκής κυριαρχίας. Ήθελαν να προτάσσει το εθνικό, του «ανάδελφου έθνους», αλλά με κανένα τρόπο να μην το συνδέει με το κοινωνικό και το ταξικό.
Οι απόψεις μου και η όποια αναγνώρισή τους δεν προήλθε, ούτε είχε την παραμικρή σχέση με την ένταξή μου στη Σπίθα. Από την ένταξή μου στη συμβουλευτική δεν κέρδισα απολύτως τίποτε. Αντίθετα μου στοίχισε σε ευρύτερη απήχηση, ενώ εμμέσως χρεώθηκα με απόψεις και πρακτικές τελείως ξένες με την ιδεολογία και τα πιστεύω μου. Ενώ πολιτικά λερώθηκα από την «συγκατοίκησή» μου με πρόσωπα που από καιρό έχουν ξοφλήσει για την κοινωνία και έχουν στιγματιστεί ανεξίτηλα.
Από τότε βρέθηκα πολλές φορές στα πρόθυρα παραίτησης από τη συμβουλευτική και την κεντρική Σπίθα. Κάθε φορά με σταματούσε η παράκληση συναγωνιστών και απλών ανθρώπων που έβλεπαν στην Σπίθα μια ελπίδα. Άλλωστε γι’ αυτούς είχα δεχτεί να συμμετάσχω στη συμβουλευτική και για κανέναν άλλον. Όμως, το ποτήρι ξεχύλησε όταν στις 20/3 αναρτήθηκε ανώνυμη ανακοίνωση προς όλες τις Σπίθες, όπου αναφερόταν η αποχώρηση της Σπίθας από την εκδήλωση πολιτικής διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, την οποία προετοίμαζαν κινήματα, φορείς και σύλλογοι πολιτών και εργαζομένων.
Ανάμεσα στα άλλα η ανακοίνωση εκείνη έλεγε:«Η στρατηγική που ακολουθούμε είναι να επιτύχουμε τούς σκοπούς μας με τις δικές μας δυνάμεις, χωρίς συνεργασίες που προκαλούν συγχύσεις, χωρίς να δίνουμε το δικαίωμα εκμετάλλευσης τού κύρους μας για σκοπούς άλλων, και ιδιαίτερα να μάς εκλαμβάνουν ως ουρά άλλων κινημάτων. Θα προχωρήσουμε με αυτοδυναμία και διαφάνεια, σε ένα παλλαϊκό μέτωπο σωτηρίας τής Πατρίδας, στο οποίο καλούμε όλους όσους αγαπούν την Ελλάδα να συμμετάσχουν.»
Η απόφαση να μην συμμετάσχει η Σπίθα είχε παρθεί από το ανακτορικό συμβούλιο, μιας και έτσι λειτουργούσε εξαρχής η συμβουλευτική, ερήμην μου και χωρίς κανείς να κάνει τον κόπο να με ενημερώσει επίσημα, ή να ζητήσει τη γνώμη μου. Πολύ περισσότερο όταν μια βδομάδα νωρίτερα ο ίδιος ο Μίκης μου είχε αναθέσει να μιλώ σ’ αυτά τα κινήματα εκ μέρους του. Το πρόβλημα βέβαια με την ανακοίνωση αυτή δεν ήταν η αποχώρηση αυτή καθαυτή, αλλά το τι επικαλείται: Κάποιοι, δηλαδή εγώ, η Σεισάχθεια, το Δεν Πληρώνω, η Άμεση Δημοκρατία, οι Φορτηγατζίδες, οι Γιατροί, σωματεία και σύλλογοι εργαζομένων και άλλα κινήματα βάσης, είχαμε την πρόθεση να «καπελώσουμε» την Σπίθα και να «εκμεταλλευθούμε το κύρος» της! Κι αυτό γιατί; Γιατί είχαμε ζητήσει την συνδρομή της Ορχήστρας Μίκη Θεοδωράκη στην εκδήλωση. Και σαν κατακλείδα ανακοίνωνε ένα «παλλαϊκό μέτωπο σωτηρίας της Πατρίδας» αποκλειστικής ιδιοκτησίας της Σπίθας, όπου συμμετέχουν μόνο όσοι «αγαπούν την Ελλάδα». Επομένως όποιοι δεν τυχαίνουν της έγκρισης των εγκάθετων της Σπίθας αποτελούν μιάσματα και ανθέλληνες, οι οποίοι φυσικά δεν έχουν καμιά θέση στο «παλλαϊκό μέτωπο σωτηρίας της Πατρίδας». Αν αυτό δεν ήταν αναβίωση της φασιστικής ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης της δεκαετίας του ’60, τότε τι ήταν;
Όπως ήταν φυσικό, μετά από μια τέτοια δημόσια εκδήλωση ιδεολογικού εκφασισμού, ήμουν έτοιμος να αποχωρήσω και μάλιστα με δημόσια καταγγελία. Με σταμάτησε πάλι η παράκληση συναγωνιστών, τους οποίους γνώρισα εντός της Σπίθας και κέρδισαν την προσωπική μου εκτίμηση για την ακεραιότητα και το ήθος τους. Ας δώσουμε τη μάχη για να μην τους χαρίσουμε τον Μίκη. Αυτό με κράτησε, αν και πίστευα ότι η μάχη ήταν χαμένη.
Αυτό που διαπίστωσα από την πρώτη στιγμή ήταν ότι όποιος έγλειφε περισσότερο τον Μίκη, όποιος τον κολάκευε μέχρι αηδίας, αυτός πέρναγε και τις θέσεις του. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ αυλοκόλακας, ούτε σφουγγοκολάριος και δεν πρόκειται να γίνω για χάρη οποιουδήποτε. Επιπλέον διαπίστωσα ότι υπήρχε μια πολύ «περίεργη» ανοχή των φασιστικών πρακτικών και αντιλήψεων, όπως π.χ. του ΠΟΛΙΤΙΖΩ, όπως και μια πολύ στενή σχέση με το κύκλωμα Μητσοτάκη-Βαρδινογιάννη- Εμφιετζόγλου. Ενώ οι λογικές περί "εθνοσωτηρίου" διακυβερνήσεως της χώρας από "προσωπικότητες" έβρισκαν απήχηση ακόμη και στον ίδιο τον Μίκη. Αρκεί να συμπεριλαμβάνεται κι αυτός σ’ αυτά τα σχέδια. Τα δε κείμενα οργανωτικού (Δημητροκαλικής εμπνεύσεως) εύκολα μπορεί να βρει κανείς τις πηγές τους στο National Endowment of Democracy (βιτρίνα της CIA) και στο American Heritage Foundation (της ευαγγελικής ακροδεξιάς που στηρίζει την οικογένεια Μπους). Όποιος θέλει να τα βρει είναι πολύ εύκολο. Το γεγονός ότι ορισμένοι της συμβουλευτικής βρήκαν πολλά να πουν εναντίον μου και εναντίον της Σεισάχθειας, πάντα εν απουσία μου, αλλά ως δια μαγείας δεν βρήκαν τίποτε να πουν για όλα τα παραπάνω, σημαίνει πολλά για τα σχέδια που υπηρετούν.
Δημοκρατία, έστω και τυπική, με λογικές αυτοδίκαιων Αρχηγών δεν μπορεί να υπάρξει. Από την πρώτη στιγμή η όλη προσπάθεια ήταν να επιβληθεί μια δικτατορία της Ανώτατης Αρχής του "Οδηγητή του Κινήματος" και μερικών δικών του εγκάθετων πάνω στον κόσμο που προσέγγισε την Σπίθα. Αρκετοί από την συμβουλευτική έφεραν μαζί τους την ιδεολογία του φύλαρχου, που άλλωστε τους διέκρινε σε όλη τους την πολιτική διαδρομή. Προσωπικά διαφώνησα από την πρώτη στιγμή. Αυτό φαίνεται και από την επιστολή που έστειλα στην συμβουλευτική στις 25/2, την οποία μπορεί να διαβάσει κανείς στο blog μου και η οποία ποτέ δεν συζητήθηκε στην συμβουλευτική, ούτε πάρθηκε υπόψη στα απανωτά οργανωτικά σχέδια όπου το ένα ήταν χειρότερο από το άλλο.Από τότε βρέθηκα πολλές φορές στα πρόθυρα παραίτησης από τη συμβουλευτική και την κεντρική Σπίθα. Κάθε φορά με σταματούσε η παράκληση συναγωνιστών και απλών ανθρώπων που έβλεπαν στην Σπίθα μια ελπίδα. Άλλωστε γι’ αυτούς είχα δεχτεί να συμμετάσχω στη συμβουλευτική και για κανέναν άλλον. Όμως, το ποτήρι ξεχύλησε όταν στις 20/3 αναρτήθηκε ανώνυμη ανακοίνωση προς όλες τις Σπίθες, όπου αναφερόταν η αποχώρηση της Σπίθας από την εκδήλωση πολιτικής διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, την οποία προετοίμαζαν κινήματα, φορείς και σύλλογοι πολιτών και εργαζομένων.
Ανάμεσα στα άλλα η ανακοίνωση εκείνη έλεγε:«Η στρατηγική που ακολουθούμε είναι να επιτύχουμε τούς σκοπούς μας με τις δικές μας δυνάμεις, χωρίς συνεργασίες που προκαλούν συγχύσεις, χωρίς να δίνουμε το δικαίωμα εκμετάλλευσης τού κύρους μας για σκοπούς άλλων, και ιδιαίτερα να μάς εκλαμβάνουν ως ουρά άλλων κινημάτων. Θα προχωρήσουμε με αυτοδυναμία και διαφάνεια, σε ένα παλλαϊκό μέτωπο σωτηρίας τής Πατρίδας, στο οποίο καλούμε όλους όσους αγαπούν την Ελλάδα να συμμετάσχουν.»
Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς σε μια τέτοια οργάνωση δεν μένει κανένας που έχει έστω και στοιχειωδώς δημοκρατικές αρχές. Μαζί με άλλους έδωσα τη μάχη να απαλλαγεί η κεντρική Σπίθα και ο ίδιος ο Μίκης από τις επιρροές αυτές. Για μια στιγμή πιστέψαμε ότι τα καταφέραμε με την ανακοίνωση του Μίκη περί οργανωτικού της 1/4. Είχε προηγηθεί μια συνάντηση το προηγούμενο απόγευμα στο σπίτι του Μίκη, όπου μου είχε ζητήσει παρουσία τρίτων να «αφοσιωθώ» στην Σπίθα. Του απάντησα ότι εγώ έχω αφοσιωθεί στη δημιουργία ενός νέου ΕΑΜ. Ο Μίκης μου απάντησε ότι αυτό ήταν το όνειρό του, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του να δει την αναγέννηση του ΕΑΜ. Τότε του εξήγησα τόσο εγώ, όσο και οι υπόλοιποι που παραβρίσκονταν εκεί ότι πρέπει να ξεφορτωθεί όλο τον συρφετό του παρακράτους που είχε διεισδύσει στη Σπίθα και να ξεκινήσουν όλα από το μηδέν με μόνο κεκτημένο την διακήρυξη της 1ης Δεκέμβρη. Ο Μίκης τα δέχτηκε όλα και ξεκινήσαμε να καθαρίζουμε την κόπρο του Αυγεία, η οποία δυστυχώς όπως ανακαλύψαμε είχε διεισδύσει παντού.
Κανείς δεν αντέδρασε τότε. Κανείς δεν φάνηκε να αναρωτιέται. Κανείς από όλους αυτούς που ξαφνικά ξύπνησαν με τις υποτιθέμενες καταγγελίες της επιστολής παραίτησής μου, δεν αναρωτήθηκε τότε τι σήμαιναν όλα εκείνα που έγραφα. Ούτε φυσικά εγώ αποπέμφθηκα ως "συκοφάντης". Γιατί άραγε; Γιατί τότε κανείς δεν τόλμησε να βγει ανοιχτά και να με πει «συκοφάντη»; Γιατί τότε όλοι οι επώνυμοι και ανώνυμοι υβρεολόγοι είχαν λουφάξει; Μόνο ο Δημητροκάλης έστειλε μια «απάντηση» που χρέωνε τις χιτλερικές πρακτικές στον Μίκη. Έτσι, μετά από απειλές και εκβιασμούς του Μητσοτακικού παρακράτους, το οποίο ελέγχει το πολύ στενό προσωπικό περιβάλλον του Μίκη, το κείμενο κατέβηκε μέσα σε 2-3 μέρες χωρίς θόρυβο.
Στις 2/4 αναρτήθηκε, μετά από απαίτηση του ίδιου του Μίκη, δικό μου κείμενο με τίτλο το "κίνημα δεν χρειάζεται υποταχτικούς και υπάκουους", όπου μιλούσα για χιτλερικές πρακτικές μέσα στη Σπίθα, για προπηλακισμούς και άλλα. Ήταν το μοναδικό κείμενο που έγραψα και ανάρτησα στην κεντρική Σπίθα από την αρχή της ένταξής μου στη συμβουλευτική. Όσοι αναρωτιούνται τι είναι αυτά που καταγγέλλω στην επιστολή παραίτησής μου θα τους παρότρυνα να ξαναδιαβάσουν εκείνο το κείμενο. Θα διαπιστώσουν ότι μιλώ πολύ συγκεκριμένα και φωτογραφίζω καταστάσεις που οδήγησαν τις 200 αρχικές Σπίθες των μερικών χιλιάδων μελών να καταντήσουν 50 «εγκεκριμένες» Σπίθες με περίπου 600 μέλη.
Μετά από μια εβδομάδα ο Μίκης απέδειξε ότι η στροφή επί του οργανωτικού ήταν όντως πρωταπριλιάτικο αστείο και αποκατέστησε το σκοτεινό κύκλωμα και τους ανθρώπους του που τον περιβάλουν ασφυκτικά. Κι έτσι δεν έμενε τίποτε άλλο για εμάς, τον Ληναίο και εμένα, μαζί με αρκετούς άλλους "ανώνυμους" πρωτεργάτες της κίνησης από το να παραιτηθούμε. Τη δική μας παραίτηση έχουν ακολουθήσει κι άλλες, με επιστολές πολύ πιο καυστικές από τις δικές μας, αλλά το προσωπικό περιβάλλον του Μίκη δεν τολμά να τις δημοσιοποιήσει.
Αυτό που ακολούθησε ειλικρινά δεν το περίμενα. Όχι μόνο δεν περίμενα την δημοσιοποίηση της επιστολής παραίτησής μου, μιας και έκανα την χάρη σ’ όλους εκείνους που σχεδόν από την αρχή πίεζαν για την αποπομπή μου, αλλά ούτε περίμενα τα παραληρήματα με την υπογραφή του Μίκη που ακολούθησαν, που μόνο ειδικοί ψυχίατροι μπορούν να ερμηνεύσουν. Αυτό που περίμενα ήταν να βγει στην επιφάνεια όλος ο βόθρος εναντίον μου από τα υποκείμενα που έλεγχαν εξαρχής και δεν έπαψαν ποτέ να ελέγχουν την κεντρική ιστοσελίδα της κίνησης. Όπως επίσης περίμενα και τις φασιστικού τύπου παρεμβάσεις ενάντια σε εκείνες τις Σπίθες, οι οποίες παραμένουν πεισματικά ανεξάρτητες και πιστές στην διακήρυξη της 1ης Δεκέμβρη. Γι’ αυτό άλλωστε είχα αρνηθεί, μετά από την δημοσιοποίηση της παραίτησής μου, να εμφανιστώ ως ομιλητής σε Σπίθες, ακόμη κι αν αυτές επέμεναν στην πρόσκλησή τους. Με κανένα τρόπο δεν ήθελα, ούτε θέλω να δώσω πάτημα σε παρακρατικές πρακτικές ενάντια σε Σπίθες και Σπιθιστές, όπως συνέβη π.χ. με την Σπίθα Ηρακλείου, την οποία και είχα προειδοποιήσει για το τι θα συνέβαινε αν επέμενε στην πρόσκλησή της.
Βλέπετε η αποστολή των εν λόγω υποκειμένων είναι να στηρίξουν τον επίσημο εκφασισμό της πολιτικής ζωής της χώρας μέσα από κάποιο σχήμα «εθνοσωτήριας» διακυβέρνησης, εξασφαλίζοντας τις ευλογίες του Μίκη, το οποίο θα έρθει να καταλύσει ακόμη κι αυτές τις λιγοστές λαϊκές ελευθερίες που έχουν απομείνει σ’ αυτόν τον τόπο. Τον ίδιο εκφασισμό που υπηρετεί ο νέος Παπαδόπουλος, ονόματι Αλέκος, όπως και η πρόσφατη πρωτοβουλία των Ακαδημαϊκών, η έλευση του Σερ Μαρκεζίνη, οι παρασκηνιακές κινήσεις του «προσβληθέντος» Προέδρου της Δημοκρατίας και οι διαρκείς πιέσεις των μεγάλων καναλαρχών.
Μετά από όλα αυτά ο καθένας δεν έχει παρά να αναλάβει τις ευθύνες του. Όποιος θέλει να υπηρετήσει σκοτεινές υποθέσεις δεν έχει παρά να προσποιηθεί ότι δεν ξέρει τίποτε για την ταμπακέρα και ότι για όλα φταίει ο Καζάκης. Κανένα πρόβλημα. Το τι είναι ο καθένας, τι εκφράζει και σε τι είναι αφοσιωμένος το αποδεικνύει πάντα η πράξη.
Σε όλα αυτά αναφέρομαι για πρώτη και τελευταία φορά. Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα με πιστέψει, γιατί δεν κάνω αγώνα δημοτικότητας, ούτε ψάχνω για οπαδούς. Άλλωστε για μένα το κεφάλαιο Σπίθα έχει κλείσει οριστικά. Αυτό σήμαινε το «χέστηκα» που είπα στις Σπίθες Κύπρου και αναφερόταν ειδικά σε όλους εκείνους που τόσο καιρό ασκούνται στη χυδαία φημολογία εναντίον μου στο παρασκήνιο, μιας και ήταν πάντα αρκετά άνανδροι και αρκούντως θρασύδειλοι για να με αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο. Κι επειδή δεν πρόκειται να χαραμίσω ούτε λέξη παραπάνω για το όλο ζήτημα, όποιος επιμένει να χυδαιολογεί με βάση την παραίτησή μου τότε το μόνο που του αξίζει είναι η τόσο πρέπουσα αν και αθυρόστομη απάντηση του Καραϊσκάκη. Αυτό έχω να πω κι εγώ σ’ όλα τα επώνυμα και ανώνυμα καρακόλια που κρύβονται πίσω από εικόνισμα του Μίκη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι παραιτηθήκαμε από την κεντρική Σπίθα, αποχωρούμε και από το κίνημα. Ούτε έχουμε ξεγράψει πολλούς άξιους αγωνιστές που βρίσκονται ακόμη στη Σπίθα. Αντίθετα. Τόσο εγώ, όσο και όλοι οι άλλοι εξακολουθούμε να δίνουμε το παρών και να παλεύουμε για τον συντονισμό και τη συλλογική δράση ενός αυθεντικά δημοκρατικού και λαϊκού κινήματος για την ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στους δρόμους του αγώνα.
27/4/2011
Δημήτρης Καζάκης
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια άσχετα με το θέμα της ανάρτησης θα διαγράφονται.