Κορνήλιος Καστοριάδης - Ο Φιλόσοφος (1922-1997)
| Ετικέτες Άνθρωποι των Θαυμάτων | Posted On Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011
από αναγνώστη
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1922 στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Αθήνα. Ο πατέρας του Καίσαρας Καστοριάδης τον ανέθρεψε σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα μόρφωσης, ενώ η μητέρα του Σοφία τού μετέδωσε την αγάπη της για τις τέχνες και το πιάνο. Σε ηλικία μόλις 13 ετών ο Καστοριάδης ήλθε σε επαφή με τη μαρξιστική σκέψη μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που αγόρασε σε υπαίθριο βιβλιοπωλείο. Στη συνέχεια σπούδασε νομικά, φιλοσοφία και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σπουδές τις οποίες συμπλήρωσε αργότερα στο Παρίσι ...
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1922 στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Αθήνα. Ο πατέρας του Καίσαρας Καστοριάδης τον ανέθρεψε σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα μόρφωσης, ενώ η μητέρα του Σοφία τού μετέδωσε την αγάπη της για τις τέχνες και το πιάνο. Σε ηλικία μόλις 13 ετών ο Καστοριάδης ήλθε σε επαφή με τη μαρξιστική σκέψη μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που αγόρασε σε υπαίθριο βιβλιοπωλείο. Στη συνέχεια σπούδασε νομικά, φιλοσοφία και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σπουδές τις οποίες συμπλήρωσε αργότερα στο Παρίσι ...
...με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου. Επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην Κομμουνιστική Νεολαία, γεγονός που του κόστισε μια σύλληψη και μια επίσκεψη στην Ασφάλεια. Το 1941 ενεγράφη στο κομμουνιστικό κόμμα της κατοχικής Ελλάδας, από το οποίο όμως αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα για να γίνει μέλος τροτσκιστικής ομάδας. Η ενεργή συμμετοχή του στην Αντίσταση συνοδεύθηκε από καταδίωξη τόσο από την πλευρά των κομμουνιστών όσο και από τους συνεργάτες των Γερμανών.
Μετά τα Δεκεμβριανά, και αφού αποδοκίμασε τη στάση του ΚΚΕ, εγκατέλειψε την Ελλάδα με πλοίο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμα του στατιστικού οικονομολόγου. Στη συνέχεια έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Από το 1948 εργάστηκε ως διευθυντής κλάδου της Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης στον Οργανισμό Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970. Τη νέα του απασχόληση συνόδευσαν η απομάκρυνσή του από τα τροτσκιστικά κόμματα και η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλοντ Λεφόρτ, με τον οποίο ξεκίνησαν την έκδοση του περιοδικού «Socialisme ou Barbarie» («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»). Το εν λόγω έντυπο συγκέντρωσε επί δεκαετίες τις αντιφρονούσες τροτσκιστικές φωνές εξεχουσών προσωπικοτήτων των γραμμάτων, όπως ο Λιοτάρ και ο Γκιγιόμ, οι οποίοι έβαλλαν διά των κειμένων τους κατά του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο Καστοριάδης, μάλιστα, επηρεασμένος από το έργο του Μαξ Βέμπερ και λαμβάνοντας ως παράδειγμα το εφαρμοσμένο πολιτικό σύστημα της τότε Σοβιετικής Ενωσης, έλεγε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Οσο για τις ταξικές κοινωνίες, υποστήριζε ότι χωρίζονταν όχι σύμφωνα με την κατοχή ή τον έλεγχο της ιδιοκτησίας, αλλά σύμφωνα με την κατοχή ή την άσκηση της εξουσίας. Ο ίδιος, κινητήρια δύναμη πίσω από το ιστορικό περιοδικό και συντάκτης των βασικών κειμένων της έκδοσης, υπέγραφε τα άρθρα του χρησιμοποιώντας πλήθος ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cadran, Jean-Marc Coudray, Jean Delvaux και Marc Noiraud). Η σκέψη του συνάντησε μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους, τα δοκίμιά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και τυπώθηκαν σε δεκάδες επαναστατικά φυλλάδια.
Το 1958 ο Καστοριάδης δημιούργησε άλλο ένα περιοδικό, το «Pouvoir Ouvrier» (1958-1965), καθώς και ομάδες συζητήσεων σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια, αλλά και στη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Το 1967 η ομάδα του Καστοριάδη διαλύεται, η σκέψη του ωστόσο γίνεται σημαία των εξεγερμένων φοιτητών τον Μάη του 1968. Το 1970 αποτέλεσε έτος-σταθμό στη ζωή του έλληνα διανοουμένου. Μετά την απόκτηση της γαλλικής υπηκοότητας (ως τότε κινδύνευε να απελαθεί ανά πάσα στιγμή) απορροφήθηκε στη μελέτη της ψυχανάλυσης, ενώ διετέλεσε και εκδότης του περιοδικού «Textures» από το 1971 ως το 1975. Στο μεταξύ ο Καστοριάδης, ψυχαναλυτής πλέον, έλαβε μέρος στην Τέταρτη Ομάδα, όπως ονομάστηκε το κίνημα διαφωνούντων μέσα στη σχολή του Λακάν. Στο πλάι του η πρώτη σύζυγός του και ψυχαναλύτρια Πιέρα Ολινιέ. Εν συνεχεία διετέλεσε εκδότης του περιοδικού εντύπου «Libre» ως το 1980, οπότε και εξελέγη διευθυντής σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο «Η θέσμιση της κοινωνίας και η ιστορική δημιουργία».
Το 1989 ο Καστοριάδης επισκέφθηκε την Ελλάδα, όπου έδωσε σειρά διαλέξεων στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (το οποίο τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα), στον Βόλο, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 75 ετών στο νοσοκομείο Λαενέκ του Παρισιού, στις 26 Δεκεμβρίου 1997, ύστερα από εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Σύμφωνα με δική του επιθυμία, στην κηδεία του δεν ακούστηκαν θρησκευτικοί ψαλμοί, παρά μόνον μια σονάτα του Μπετόβεν, και οι μνείες από τους φίλους και μαθητές του. Η σορός του ετάφη παρουσία της δεύτερης συζύγου του Ζωής και των δύο θυγατέρων του Κυβέλης και Σπάρτης, στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς. Κηδεύτηκε χωρίς την παρουσία ιερέων.
Στα σημαντικότερα έργα του που έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα συγκαταλέγονται: «Η γραφειοκρατική κοινωνία», «Η πείρα του εργατικού κινήματος», «Υπάρχει σοσιαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης; Σκέψεις πάνω στην ανάπτυξη και την ορθολογικότητα», «Ουγγρική επανάσταση 1956», «Λαϊκές εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη», «Η γαλλική κοινωνία», «Μπροστά στον πόλεμο», «Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση», «Χώροι του ανθρώπου», «Από την οικολογία στην αυτονομία», «Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα», «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», «Πρώτες δοκιμές», «Καιρός», «Οι ομιλίες στην Ελλάδα», «Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου», «Ο θρυμματισμένος κόσμος», «Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία», «Η ορθολογικότητα του καπιταλισμού», «η φανταστική θέσμιση της κοινωνίας», «Η άνοδος της σημαντότητας», «Διάλογοι», «Ο πολιτικός του Πλάτωνα». Μερικά από τα θέματα με τα οποία επανειλημμένα καταπιάστηκε ο Καστοριάδης είναι ο ρόλος των διανοουμένων και των πολιτών στις παρηκμασμένες δυτικές κοινωνίες του καπιταλισμού, η θέση των σύγχρονων ΜΜΕ, καθώς και η ανάπτυξη μιας δικής του θεωρίας για την εγκαθίδρυση μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας η οποία πηγάζει απευθείας από την αυτόνομη δράση του προλεταριάτου χωρίς την παρεμβολή γραφειοκρατικών μηχανισμών.
Μια συνέντευξη (1993)
Pascale Egre : Τι είναι για σας η Οικολογία;
Κορνήλιος Καστοριάδης: Η οικολογία αποτελεί την κατανόηση του βασικού γεγονότος ότι η κοινωνική ζωή δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη με ένα κεντρικό τρόπο το περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται αυτή η κοινωνική ζωή. Όλως περιέργως, αυτή η κατανόηση μοιάζει να έχει υπάρξει σε μεγαλύτερο βαθμό προηγουμένως, σε άγριες ή παραδοσιακές κοινωνίες. Ακόμη και μια γενιά πριν, στην Ελλάδα, υπήρχαν αγρότες που ανακύκλωναν σχεδόν τα πάντα. Στη Γαλλία, η διατήρηση των ρέοντων υδάτων, των δασών και πάει λέγοντας έχει αποτελέσει ένα ανανεούμενο ενδιαφέρον για αιώνες. Χωρίς καμιά «επιστημονική γνώση», οι άνθρωποι είχαν μια απλοϊκή αλλά σαφή επίγνωση της ζωτικής τους εξάρτησης από το περιβάλλον [δες επίσης και την ταινία (του Akira Kurosawa) Dersu Uzala]. Αυτό άλλαξε ριζικά με τον καπιταλισμό και τη σύγχρονη τεχνοκρατία[2], που είναι βασισμένα στην αέναη και ραγδαία αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης και τα οποία συνεπάγονται ήδη κάποια προφανή σήμερα καταστροφικά αποτελέσματα για την οικόσφαιρα της Γης. Αν σας φαίνονται βαρετές οι επιστημονικές συζητήσεις, απλώς ρίξτε μια ματιά στις παραλίες ή στον αέρα των μεγαλουπόλεων. Οπότε, δεν μπορούμε πλέον να πιστεύουμε σε μια πολιτική, που να αξίζει το όνομά της, από την οποία θα έλειπε ένα σοβαρό ενδιαφέρον για την οικολογία.
P.E.: Μπορεί η οικολογία να γίνει επιστημονική;
Κ.Κ.: Η οικολογία είναι βασικά πολιτική. Δεν είναι «επιστημονική». Η επιστήμη είναι ανίκανη, ως επιστήμη, να θέσει τα όρια ή τους σκοπούς της [finalités]. Αν η επιστήμη ερωτηθεί για το πιο ικανό ή το πιο οικονομικό μέσο εξολόθρευσης του πληθυσμού της Γης, είναι ικανή (θα έπρεπε να είναι ικανή!) να σας παράσχει μια επιστημονική απάντηση. Ως επιστήμη, δεν έχει απολύτως τίποτα να πει σε σχέση με το αν αυτό το σχέδιο είναι «καλό» ή «κακό». Κάποιος μπορεί, κάποιος πρέπει, σίγουρα, να θέσει σε κίνηση τις πηγές της επιστημονικής έρευνας για να εξερευνήσει τον αντίκτυπο που μια τέτοια και μια τέτοια ενέργεια, εντός της σφαίρας της παραγωγής, μπορούν να έχουν πάνω στο περιβάλλον ή, κάποιες φορές, το μέσο αποφυγής κάποιου ανεπιθύμητου παράπλευρου αποτελέσματος. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο πολιτική.
Το να πούμε, όπως λέχθηκε απ’ όσους υπέγραψαν την «Έκκληση της Χαϊλδεβέργης» (την οποία, από την πλευρά μου, μάλλον θα ονόμαζα Έκκληση της Νυρεμβέργης), ότι η επιστήμη και μόνο η επιστήμη μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα, είναι αποκαρδιωτικό. Ερχόμενη από τόσο πολλούς κατόχους του βραβείου Νόμπελ, εκφράζει μια βασική αγραμματοσύνη, μια αποτυχία να στοχαστούν πάνω στην ίδια τους τη δραστηριότητα, και την πλήρη ιστορική αμνησία[3]. Δηλώσεις σαν κι αυτήν γίνονται όταν, όπως και λίγα χρόνια πριν, οι βασικοί εφευρέτες και κατασκευαστές των πυρηνικών βομβών διακήρυσσαν δημοσίως μια βαθειά μεταμέλεια, χτυπώντας τα στήθη τους, φωνάζοντας για την ενοχή τους κοκ. Μπορώ να αναφέρω τους Οπενχάϊμερ και Ζαχάροφ, για να μην πούμε άλλους. Είναι ακριβώς η ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης και το γεγονός ότι οι επιστήμονες δεν είχαν ποτέ, και δε θα έχουν ποτέ, οτιδήποτε να πούνε σε σχέση με τη χρήση της ή ακόμη και τον καπιταλιστικό της προσανατολισμό που δημιούργησε το περιβαλλοντικό πρόβλημα και την παρούσα βαρύτητα του προβλήματος. Και αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι το τεράστιο περιθώριο της αβεβαιότητας που περιέχεται στα στοιχεία και τις εξελικτικές προοπτικές για το περιβάλλον της Γης. Αυτό το περιθώριο, προφανώς, έχει δύο πλευρές. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι οι πιο σκοτεινές προοπτικές είναι και οι πιο πιθανές.
Το αληθινό ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι αυτό αλλά η πλήρης εξαφάνιση της σωφροσύνης, της φ ρ ο ν ή σ ε ω ς. Δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα οδηγήσει ή όχι σε μια άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ούτε και πόσα χρόνια θα πάρει μέχρι η τρύπα του όζοντος να καλύψει όλη την ατμόσφαιρα, η μόνη συμπεριφορά που μπορούμε να υιοθετήσουμε είναι αυτή του diligens pater familias, του ευσυνείδητου ή συνεπούς πατέρα της οικογένειας που λέει στον εαυτό του «Αφού το ρίσκο είναι τεράστιο και ακόμη και οι πιθανότητες είναι αβέβαιες, θα προχωρήσω με τη μεγαλύτερη επιφύλαξη [σωφροσύνη] και όχι σα να ήταν όλο το ζήτημα επουσιώδες».
Τώρα, αυτού που γινόμαστε μάρτυρες προς το παρόν, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού του Ρίο (που του έχει δοθεί η ταμπέλα της «Διάσκεψης»), είναι η πλήρης ανευθυνότητα. Αυτή η πλήρης ανευθυνότητα μπορεί να ιδωθεί στην αποφασιστικότητα του Προέδρου George Herbert Walker Bush και των φιλελεύθερων {με την ευρωκεντρική έννοια των συντηρητικών οπαδών της «ελεύθερης αγοράς»}, οι οποίοι επικαλούνται ακριβώς την αντίθετη πλευρά του επιχειρήματος της αβεβαιότητας (καθώς τίποτα δεν έχει «αποδειχθεί», ας συνεχίσουμε όπως και πριν . . . ). Μπορεί να ιδωθεί στην τερατώδη συμμαχία μεταξύ των δεξιών Αμερικάνων Προτεσταντών και της Καθολικής Εκκλησίας να εναντιωθούν σε οποιαδήποτε βοήθεια ελέγχου των γεννήσεων στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όταν η σύνδεση ανάμεσα στη δημογραφική έκρηξη και τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι έκδηλη. Την ίδια στιγμή - το μέγεθος της υποκρισίας - κάποιοι ισχυρίζονται ότι ενδιαφέρονται για το βιοτικό επίπεδο αυτών των πληθυσμών. Για να βελτιώσει όμως κάποιος το βιοτικό επίπεδο εκεί θα έπρεπε να επιταχύνει την καταστροφική παραγωγή και κατανάλωση των μη ανανεώσιμων πηγών.
P.E.: Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Ρίο, δύο συμβάσεις, με κάποια ιστορική σημασία το καθένα υιοθετήθηκαν: η σύμβαση για την κλιματική αλλαγή και η άλλη για τη βιο-ποικιλότητα. Αποτελούν κι αυτές κομμάτι του «Καρναβαλιού»;
Κ.Κ.: Ναι, καθώς δεν προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα και δε συνοδεύονται από συγκεκριμένες κυρώσεις. Είναι οι τιμές που αποδίδει το Κακό στην Αρετή. Και μια λέξη για τη βιο-ποικιλότητα. Κάποιος/-α θα έπρεπε να θυμάται ότι από όσους υπέγραψαν την Έκκληση της Νυρεμβέργης κανείς δεν ξέρει πόσα ζωντανά είδη μπορούν να βρεθούν σήμερα στη Γη. Οι υπολογισμοί γίνονται μέσα στην κλίμακα των 10 και των 30 εκατομμυρίων ειδών, αλλά ακόμη και η κλίμακα των 100 εκατομμυρίων έχει τεθεί στο τραπέζι. Τώρα, από αυτά τα είδη, γνωρίζουμε μόνο ένα μέσο ποσοστό. Αυτό που γνωρίζουμε, ωστόσο, με σχετική βεβαιότητα είναι ο αριθμός των ζωντανών ειδών που εξαφανίζονται κάθε χρόνο, συγκεκριμένα μέσω της καταστροφής των τροπικών δασών. Σήμερα, ο E. O. Wilson υπολογίζει ότι, τα επόμενα τριάντα χρόνια, θα έχουμε εξολοθρεύσει περίπου το 20% των υπαρχόντων ειδών - ή, για να χρησιμοποιήσουμε το χαμηλότερο συνολικό υπολογισμό, γύρω στα 70,000 είδη το χρόνο, διακόσια είδη την ημέρα! Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη σκέψη, η καταστροφή ενός μόνο είδους μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση της ισορροπίας, συνεπώς την καταστροφή, ενός ολόκληρου οικό-τοπου[4].
P.E.: Διαβάζοντας κάποια από τα άρθρα σας, κάποιος θα μπορούσε να έχει την εντύπωση ότι η οικολογία αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου που καλύπτει μια επανα-διαπραγμάτευση όχι μόνο της επιστήμης αλλά και του οικονομικού-πολιτικού συστήματος. Είστε ένας επαναστάτης;
Κ.Κ.: Η επανάσταση δε σημαίνει χείμαρρους αίματος, την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων κοκ. Η επανάσταση σημαίνει τον ριζικό μετασχηματισμό των θεσμών της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, φυσικά είμαι επαναστάτης. Αλλά για να υπάρξει μια επανάσταση με αυτή την έννοια, προφανείς αλλαγές πρέπει να λάβουν χώρα στην ψυχο-κοινωνική οργάνωση του δυτικού ανθρώπου, στη στάση που έχει για τη ζωή, εν συντομία, στο φαντασιακό του. Η ιδέα ότι ο μόνος σκοπός στη ζωή μας είναι να παράγουμε και να καταναλώνουμε περισσότερο - μια ιδέα που είναι και παράλογη και εξευτελιστική - πρέπει να εγκαταλειφθεί. Το καπιταλιστικό φαντασιακό της ψευτο-ορθολογικής ψευδο-κυριαρχίας, της άνευ ορίων επέκτασης, πρέπει να εγκαταλειφθεί. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο από όλους τους άνδρες και τις γυναίκες. Ένα άτομο, ή μια οργάνωση μόνο, μπορούν - στην καλύτερη περίπτωση - να προετοιμάσουν, να ασκήσουν κριτική, να διεγείρουν, να σκιαγραφήσουν πιθανές κατευθύνσεις.
P.E.: Ποιο παραλληλισμό θα μπορούσαμε να κάνουμε ανάμεσα στην υποχώρηση του μαρξισμού και στη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής οικολογίας;
Κ.Κ.: Η σχέση τους είναι προφανώς περίπλοκη. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι ο Μαρξ μετέχει πλήρως του καπιταλιστικού φαντασιακού: σύμφωνα με αυτόν, όπως και με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του, τα πάντα εξαρτώνται από την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Όταν η παραγωγή φθάνει σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο είναι κανείς σε θέση να μιλήσει για μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία, για μια κοινωνία ισότητας και πάει λέγοντας. Δεν βρίσκει κανείς στον Μαρξ καμία κριτική της καπιταλιστικής τεχνικής, είτε όσον αφορά την μέθοδο παραγωγής είτε όσον αφορά τον τύπο και τη φύση των προϊόντων που παράγονται. Για αυτόν, η καπιταλιστική τεχνική και τα προϊόντα της αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας της ανθρώπινης προόδου. Ούτε ασκεί κριτική στην εργασιακή διαδικασία του εργοστασίου. Επικρίνει, βεβαίως, μερικά «υπερβολικά» στοιχεία αλλά, υπό αυτήν τη μορφή, αυτή η οργάνωση φαίνεται για αυτόν να αποτελεί μια πραγμάτωση της ορθολογικότητας, χωρίς την προσθήκη εισαγωγικών. Το βασικό κομμάτι της κριτικής του έχει να κάνει με την χρήση αυτής της τεχνικής και αυτής της οργάνωσης: πως, δηλαδή, από αυτές επωφελείται μόνο το κεφάλαιο και όχι η ανθρωπότητα ως σύνολο. Δεν εντοπίζει την ανάγκη να γίνει μια εσωτερική κριτική στην τεχνική και την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το ότι ο Μαρξ «ξεχνάει» αυτά τα πράγματα είναι περίεργο, λόγω του ότι στην εποχή του αυτή η σκέψη απασχολεί πολλούς συγγραφείς. Ας θυμηθούμε, για να αναφερθούμε σε ένα γνωστό παράδειγμα, τους Άθλιους του Βικτόρ Ουγκό. Όταν, με σκοπό να σώσει τον Μάριο, ο Γιάννης Αγιάννης τον κουβαλάει μέσα από τους υπονόμους του Παρισιού, ο Ουγκό παραδίδεται σε μία από τις πολυαγαπημένες παρεκβάσεις του. Βασισμένος, χωρίς αμφιβολία, στους υπολογισμούς των μεγάλων χημικών της εποχής, πιθανόν του Justus Liebig, λέει πως από το Παρίσι καταλήγει στην θάλασσα κάθε χρόνο, μέσω των υπονόμων του, χρηματικό ποσό ίσο με 500 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Αυτό το αντιπαραβάλλει στη συμπεριφορά των κινέζων αγροτών, οι οποίοι λιπαίνουν το χώμα με τα δικά τους περιττώματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μας λέει ουσιαστικά ότι το έδαφος της Κίνας είναι τόσο εύφορο όσο ήταν και την πρώτη μέρα της Δημιουργίας. Γνωρίζει πως οι παραδοσιακές οικονομίες ήταν οικονομίες ανακύκλωσης, ενώ η σημερινή είναι μια οικονομία σπατάλης.
Ο Μαρξ όλα αυτά τα παραβλέπει ή τα περιθωριοποιεί. Και αυτό επρόκειτο να παραμείνει, μέχρι το τέλος, η τοποθέτηση του μαρξιστικού κινήματος. Αρχίζοντας από το τέλος της δεκαετίας του 50′, αρκετοί παράγοντες θα ενώνονταν προκειμένου να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Καταρχάς, μετά το εικοστό συνέδριο του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, την ουγγρική επανάσταση το ίδιο έτος (1956), την Πολωνία, την Πράγα και πάει λέγοντας, η μαρξιστική ιδεολογία χάνει την γοητεία της. Κατόπιν άρχισε η κριτική της καπιταλιστικής τεχνικής. Σε αυτό αναφέρομαι σε ένα από τα κείμενά μου του 1957, «Το περιεχόμενο του Σοσιαλισμού»[5], όπου ανέπτυξα μια εκ βάθρων κριτική στον Μαρξ, για το ότι παραμελεί εντελώς την κριτική στην καπιταλιστική τεχνολογία, ειδικότερα σε ότι αφορά το στάδιο της παραγωγής, ότι συμμερίζεται εντελώς, εν προκειμένω, την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής του. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι άνθρωποι άρχιζαν να ανακαλύπτουν τον όλεθρο που ο καπιταλισμός επέφερε στο περιβάλλον. Ένα από τα πρώτα βιβλία που άσκησαν μεγάλη επιρροή ήταν το «Silent Spring»[6] (Η σιωπηλή Άνοιξη) της Rachel Carson, το οποίο περιέγραψε τις καταστροφές που τα εντομοκτόνα επέφεραν στο περιβάλλον: τα εντομοκτόνα καταστρέφουν τα παράσιτα των φυτών αλλά και, συγχρόνως, έντομα - επομένως και τα πουλιά που τρέφονται από αυτά. Αυτό είναι ένα σαφές παράδειγμα μιας κυκλικής οικολογικής ισορροπίας και της ολοσχερούς καταστροφής της μέσω της καταστροφής ενός μόνο από τα συστατικά της στοιχεία.
Μια οικολογική συνείδηση άρχισε κατόπιν να διαμορφώνεται. Αναπτύχθηκε ακόμα γρηγορότερα, καθώς νέοι άνθρωποι, δυσαρεστημένοι με το καθεστώς των πλούσιων χωρών, δεν μπορούσαν πια να εντάξουν τις κριτικές τους μέσα στα παραδοσιακά μαρξιστικά κανάλια που καταντούσαν σχεδόν γελοία. Κριτικές που στηρίζονταν επάνω στη συνεχή μεγέθυνση της φτώχειας δεν ανταποκρίνονταν πια στην πραγματικότητα· δεν θα μπορούσε κανείς πλέον να κατηγορήσει τον καπιταλισμό πως οδηγεί τους εργάτες στη λιμοκτονία από τη στιγμή που η κάθε οικογένεια της εργατικής τάξης είχε από ένα - και μερικές φορές δύο - αυτοκίνητα. Συγχρόνως, υπήρξε μια συγχώνευση των καθιερωμένων οικολογικών ζητημάτων με τα αντιπυρηνικά ζητήματα.
P.E.: Αποτελεί, τότε, η οικολογία τη νέα «τελευταία μεγάλη ιδεολογία»;
Κ.Κ.: Όχι, δεν θα έλεγα αυτό. Και εν πάσει περιπτώσει, η οικολογία δεν πρόκειται να γίνει ιδεολογία υπό την παραδοσιακή έννοια του όρου. Αλλά η αναγκαιότητα να ληφθεί το περιβάλλον καθώς και η ισορροπία μεταξύ της ανθρωπότητας και των πόρων του πλανήτη σοβαρά υπόψη, είναι προφανής για οποιαδήποτε αληθινή και σοβαρή πολιτική. Η φρενήρης πορεία της αυτονομημένης τεχνο-επιστήμης και η τεράστια δημογραφική έκρηξη που θα συνεχίσει να γίνεται αισθητή για τουλάχιστον μισό αιώνα μας το επιβάλλουν. Η προσπάθεια να ληφθούν αυτά υπόψη πρέπει να διαμορφωθεί μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό πρόταγμα, που δε θα εξαντλείται αποκλειστικά στην οικολογία αλλά θα την υπερβαίνει. Και εάν δεν υπάρξει ένα νέο κίνημα, καμία επανα-αφύπνιση του δημοκρατικού προτάγματος, η οικολογία θα μπορούσε εύκολα να ενσωματωθεί σε μια νέο-φασιστική ιδεολογία. Ενόψει μιας παγκόσμιας οικολογικής καταστροφής, παραδείγματος χάριν, κάποιος/κάποια μπορεί πολύ εύκολα να δει αυταρχικά καθεστώτα να επιβάλλουν δρακόντειους περιορισμούς σε έναν πανικόβλητο και απαθή πληθυσμό.
Η παρεμβολή της οικολογικής συνιστώσας σε ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό πρόταγμα είναι απολύτως αναγκαία. Και είναι τόσο επιτακτική, ώστε η επαναξιολόγηση της παρούσας κοινωνίας, οι αξίες και οι προσανατολισμοί, που υπονοείται από ένα τέτοιο πρόταγμα, είναι αδιαχώριστη από την κριτική του φανταστικού «της ανάπτυξης» με το οποίο ζούμε[7].
P.E.: Είναι τα γαλλικά οικολογικά κινήματα φορείς ενός τέτοιου προτάγματος;
K.K.: Πιστεύω πως μεταξύ των Πρασίνων (les Verts) όπως επίσης και μεταξύ των μελών της Génération Écologie, η πολιτική συνιστώσα είναι ανεπαρκής[8]. Δεν ασχολούνται καθόλου με τις ανθρωπολογικές δομές της σύγχρονης κοινωνίας, με τις πολιτικές και θεσμικές δομές, με το τι σημαίνει πραγματική δημοκρατία, με τα ερωτήματα που θα προέκυπταν από την παλινόρθωση και τη λειτουργία της και πάει λέγοντας. Τα κινήματα ασχολούνται, ως επί το πλείστο, με ζητήματα που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον και σχεδόν αδιαφορούν για τα καυτά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Είναι κατανοητό το γιατί δεν επιθυμούν να χαρακτηρίζονται «ούτε δεξιοί ούτε αριστεροί». Αλλά αυτό το «ζήτημα τιμής», το να μην παίρνεις θέση για τα καυτά πολιτικά ερωτήματα της εποχής, είναι μια στάση αρκετά εκτεθειμένη σε κριτική. Τα κινήματα αυτά τείνουν έτσι να μετατραπούν σε λόμπυ.
Ακόμα και όταν εκφράζουν ένα ενδιαφέρον για την πολιτική διάσταση, αυτό μου φαίνεται και πάλι ανεπαρκές. Αυτό έγινε στη Γερμανία, όπου οι Πράσινοι εφάρμοσαν έναν νόμο ανακλητότητας των εκπροσώπων τους. Η εναλλαγή και η ανακλητότητα αποτελούν κεντρικές ιδέες των πολιτικών μου συλλογισμών. Διαχωρισμένοι, όμως, από τα υπόλοιπα, δεν διατηρούν πια κανένα νόημα. Έτσι συνέβη και στη Γερμανία, όπου, αφού εισήχθησαν στο κοινοβουλευτικό σύστημα έχασαν κάθε νόημα. Ο λόγος ήταν πως ο χαρακτήρας του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι να εκλέγει «εκπροσώπους» για πέντε χρόνια με στόχο να ξεφορτωθεί τα πολιτικά ερωτήματα, να αφήνει αυτά τα ερωτήματα στους «εκπροσώπους», έτσι ώστε να μην ασχολούμαστε με αυτά. Αυτό, όμως, είναι το αντίθετο του δημοκρατικού προτάγματος.
Π.Ε.: Αυτή η καθαρά πολιτική συνιστώσα ενός προτάγματος ριζικής αλλαγής περιλαμβάνει επίσης τις σχέσεις Βορά-Νότου;
Κ.Κ.: Φυσικά, είναι ένας εφιάλτης το να βλέπεις καλοταϊσμένους ανθρώπους να κοιτάζουν τους Σομαλούς ετοιμοθάνατους απ’ την πείνα και έπειτα να γυρίζουν ξανά στον ποδοσφαιρικό τους αγώνα. Αλλά είναι επίσης, από τη ρεαλιστικότερη σκοπιά, μια τρομερά βραχυπρόθεσμη στάση. Οι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια τους και αφήνουν αυτούς τους ανθρώπους να συνεχίζουν να λιμοκτονούν. Αλλά μακροπρόθεσμα, αυτοί δεν θα αφήσουν τους εαυτούς τους να συνεχίσουν να πεθαίνουν της πείνας. Η λαθραία μετανάστευση αυξάνεται καθώς οι δημογραφικές πιέσεις μεγαλώνουν, και αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε δει τίποτα ακόμη. Οι Τσικάνος περνάνε τα σύνορα Μεξικού-Αμερικής ουσιαστικά χωρίς κανένα εμπόδιο, και σύντομα δεν θα είναι μόνο οι Μεξικάνοι. Σήμερα, στην περίπτωση της Ευρώπης, διέρχονται, μεταξύ άλλων περιοχών από τα στενά του Γιβραλτάρ. Και αυτοί δεν είναι Μαροκινοί: είναι άνθρωποι που έρχονται από όλες τις γωνίες της Αφρικής, ακόμη και από την Αιθιοπία ή την ακτή του Ελεφαντοστού, οι οποίοι υπομένουν αφάνταστες ταλαιπωρίες ούτως ώστε να φτάσουν στη Ταγγέρη και να καταφέρουν να πληρώσουν τους λαθρέμπορους. Όμως αύριο, δεν θα υπάρχει πλέον Γιβραλτάρ. Υπάρχουν ίσως 40,000 χιλιόμετρα Μεσογειακής ακτής, αυτό που ο Γουίνστον Τσόρτσιλ αποκάλεσε «η αχίλλειος πτέρνα της Ευρώπης». Ήδη, φυγάδες από το Ιράκ περνάνε μέσα από τη Τουρκία και λαθραία εισέρχονται στην Ελλάδα. Ύστερα, υπάρχει όλο το Ανατολικό σύνορο των Δώδεκα. Θα υψώσουν πάλι ένα νέο Τείχος του Βερολίνου 3.000 ή 4.000 χιλιόμετρα μακρύ με σκοπό να εμποδίσει τους πεινασμένους Ανατολικούς από το να εισέλθουν στο πλούσιο ήμισυ της Ευρώπης; Γνωρίζουμε ότι μια τεράστια οικονομική και κοινωνική ανισορροπία υπάρχει μεταξύ της πλούσιας Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή η ανισορροπία δεν ελαττώνεται: αυξάνεται. Το μόνο πράγμα που η «πολιτισμένη» Δύση εξάγει σε αυτές τις χώρες, αντί για πολιτισμό, είναι πραξικοπηματικές τεχνικές, όπλα και τηλεοράσεις που επιδεικνύουν καταναλωτικά πρότυπα τα οποία είναι ανέφικτα γι’ αυτούς τους φτωχούς πληθυσμούς. Αυτή η ανισορροπία δεν θα κατορθώσει να συνεχιστεί, εκτός αν η Ευρώπη γίνει ένα αστυνομοκρατούμενο φρούριο.
P.Ε.: Τι γνώμη έχετε για το βιβλίο του Luc Ferry[9], το οποίο εξηγεί ότι οι Πράσινοι (les Verts) είναι οι φορείς μιας συνολικής θέασης του κόσμου η οποία αμφισβητεί τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση;
Κ.Κ.: Το βιβλίο του Luc Ferry διαλέγει τον λάθος εχθρό και εν τέλει γίνεται μια πράξη αντιπερισπασμού. Τη στιγμή που το σπίτι έχει πιάσει φωτιά, όταν ο πλανήτης κινδυνεύει, ο Ferry τα βάζει με τον εύκολο στόχο: κάποιους περιθωριακούς ιδεολόγους οι οποίοι δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικοί αλλά ούτε και αληθινή απειλή και δε λέει ούτε μία λέξη, ή μετά βίας μία, γύρω από τα αληθινά προβλήματα. Την ίδια στιγμή, αντιπαρατίθεται σε μια «νατουραλιστική» ιδεολογία, μια εντελώς επιφανειακά «ουμανιστική» ή «ανθρωποκεντρική» ιδεολογία. Ο άνθρωπος είναι ριζωμένος σε κάτι άλλο έξω από τον εαυτό του, το γεγονός ότι δεν είναι ένα «φυσικό» ον δε σημαίνει ότι αιωρείται στο κενό. Είναι ανώφελο το να επανερχόμαστε, συνέχεια, στο πεπερασμένο του ανθρωπίνου όντος όταν μιλάμε για τη φιλοσοφία της γνώσης και να ξεχνάμε αυτό το περιορισμένο όταν μιλάμε για την πρακτική φιλοσοφία.
P.Ε.: Υπάρχει φιλόσοφος, θεμελιωτής της οικολογίας;
Κ.Κ.: Δεν βλέπω κανένα φιλόσοφο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο θεμελιωτής της οικολογίας. Σίγουρα υπάρχει, μεταξύ των Άγγλων, Γερμανών και Γάλλων Ρομαντικών, μία «Αγάπη της φύσης». Αλλά η οικολογία δεν είναι «η αγάπη της φύσης». Είναι η αναγκαιότητα του αυτό-περιορισμού (δηλαδή, η αληθινή ελευθερία ) του ανθρωπίνου είδους σε σχέση με τον πλανήτη πάνω στον οποίο, από τύχη, υπάρχει και τον οποίο έχει βαλθεί να καταστρέψει. Από την άλλη πλευρά, σίγουρα κάποιος μπορεί να βρει σε διάφορες φιλοσοφίες αυτή την υπεροψία, αυτή την ύβρη, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, την υπερβολική οίηση ή την προπετή υπερβολή, οι οποίες ενθρονίζουν τον άνθρωπο στη θέση του «άρχοντα και κυρίου της φύσης» - ένας ισχυρισμός που είναι στην πραγματικότητα εντελώς γελοίος. Δεν είμαστε καν άρχοντες αυτού που εμείς θα κάνουμε, ξεχωριστά, αύριο ή σε μερικές βδομάδες. Όμως, η Ύβρις πάντα προκαλεί τη Νέμεση, την τιμωρία, και αυτό είναι που διακινδυνεύουμε να συμβεί σε εμάς.
P.E.: Θα ήταν ωφέλιμη μια επανεμφάνιση της αίσθησης του μέτρου και της αρμονίας της αρχαίας φιλοσοφίας;
Κ.Κ.: Μια επανεμφάνιση της φιλοσοφίας στο σύνολό της θα ήταν ωφέλιμη, λόγω του ότι διανύουμε μια από τις λιγότερο φιλοσοφικές περιόδους, για να μη πούμε αντιφιλοσοφικές περιόδους, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αρχαία Ελληνική συμπεριφορά, εν τούτοις, δεν ήταν μια συμπεριφορά βασισμένη στο μέτρο και την αρμονία. Ξεκινάει από την αναγνώριση των αόρατων ορίων της δράσης μας, από την ουσιαστική θνητότητά μας και από την ανάγκη για αυτό-περιορισμό.
P.E.: Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει την ανύψωση του ενδιαφέροντος για το περιβάλλον σαν ένα χαρακτηριστικό της επιστροφής του «θρησκευτικού», κάτω από τη μορφή μίας πίστης στη φύση;
Κ.Κ.: Πρώτα απ’ όλα, δε νομίζω ότι, παρά τα όσα λέει ο κόσμος, ότι θα υπάρξει μια επιστροφή του θρησκευτικού στις Δυτικές χώρες. Ακολούθως, η οικολογία, ορθώς θεωρούμενη (και απ’ αυτή την άποψη, αυτό είναι η γενική περίπτωση), δεν κάνει τη φύση θεότητα και ούτε και τον άνθρωπο βέβαια. Η μόνη σχέση που μπορώ να δω είναι πολύ έμμεση. Έχει να κάνει με το τι διέπραξε η θρησκεία για να κρατάει στο χέρι σχεδόν όλες τις κοινωνίες. Ζούμε στην πρώτη κοινωνία, από καταβολής της ιστορίας της ανθρωπότητας, όπου η θρησκεία δεν καταλαμβάνει το κέντρο της κοινωνικής ζωής. Γιατί αυτή η τεράστια θέση της θρησκείας μέχρι πρότινος; Επειδή υπενθύμιζε στον άνθρωπο ότι δεν είναι ο άρχοντας του κόσμου, ότι υπήρχε κάτι άλλο εκτός από αυτόν, το οποίο το «προσωποποιούσε» με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: το ονόμαζε ταμπού, τοτέμ, θεούς του Ολύμπου - ή Μ ο ί ρ α - Ιεχωβά κτλ. Η θρησκεία παρουσίαζε την Άβυσσο και την ίδια στιγμή την κάλυπτε δίνοντας της ένα πρόσωπο: είναι ο Θεός, ο Θεός είναι αγάπη κτλ. Και αυτή με αυτό τον τρόπο ακόμη έδινε νόημα στη ζωή και στο θάνατο του ανθρώπου. Βέβαια, πρόβαλε πάνω στις θεϊκές δυνάμεις ή πάνω στο μονοθεϊστικό Θεό κάποιες ουσιαστικές ανθρωπομορφικές και ανθρωποκεντρικές ιδιότητες και έτσι ακριβώς έδινε νόημα στο υπάρχον. Η Άβυσσος έγινε, κατά κάποιο τρόπο, οικεία και ομοιογενής με εμάς. Συγχρόνως, όμως, υπενθύμιζε στον άνθρωπο τον περιορισμό του: του υπενθύμιζε ότι το Ον είναι ανεξερεύνητο και αδάμαστο. Τώρα, μια οικολογία ενσωματωμένη σε ένα πολιτικό πρόταγμα της αυτονομίας πρέπει να υποδεικνύει αυτόν τον περιορισμό του ανθρώπου όπως επίσης και να του υπενθυμίζει ότι το Ον δεν έχει νόημα, ότι είμαστε εμείς αυτοί οι οποίοι δημιουργούμε το νόημα ιδίω κινδύνω (και με τη μορφή των διάφορων θρησκειών…)[10]. Υπάρχει συνεπώς, υπό μία έννοια, εγγύτητα, αλλά υπό μια άλλη έννοια, αμείωτη αντίθεση.
P.E.: Συνεπώς, περισσότερο από την άμυνα της φύσης επιθυμείτε την υπεράσπιση του ανθρώπου;
Κ.Κ.: Η υπεράσπιση του ανθρώπου εναντίον του εαυτού του, αυτό είναι το ζήτημα. Ο κυριότερος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Καμιά φυσική καταστροφή δεν είναι ισάξια με τις καταστροφές, τις σφαγές, τα ολοκαυτώματα που δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο ενάντια στον άνθρωπο. Σήμερα, ο άνθρωπος είναι ακόμη ή περισσότερο από ποτέ εχθρός του ανθρώπου, όχι μόνο επειδή συνεχίζει πιο πολύ από ποτέ να παραδίδεται σε μια σφαγή των ομοίων του, αλλά ακόμη επειδή πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται: το περιβάλλον. Την επίγνωση αυτού του γεγονότος θα έπρεπε κάποιος πρέπει να προσπαθήσει να αφυπνίσει ξανά σε μια εποχή όπου η θρησκεία, για πολύ καλούς λόγους, δεν μπορεί να παίξει πλέον αυτό το ρόλο. Πρέπει να υπενθυμίσουμε στους ανθρώπους τα όρια τους, όχι μόνο τα ατομικά αλλά και τα κοινωνικά. Δεν είναι μόνο ότι ο καθένας μας υπόκειται στο φυσικό νόμο και ότι μια μέρα θα πεθάνει. Είναι ότι όλοι εμείς μαζί δεν μπορούμε να κάνουμε ακριβώς τίποτα: οφείλουμε να αυτό-περιοριζόμαστε. Η Αυτονομία - η αληθινή ελευθερία - είναι ο αυτό-περιορισμός που είναι αναγκαίος όχι μόνο στους κανόνες της ενδοκοινωνικής συμπεριφοράς αλλά επίσης και στους κανόνες που υιοθετούμε στη συμπεριφορά μας προς το περιβάλλον.
P.E.: Αισιοδοξείτε γύρω από αυτή την αφύπνιση της επίγνωσης των ανθρώπινων ορίων;
Κ.Κ.: Υπάρχει, στους ανθρώπους, μια δημιουργική δύναμη, μια δυνατότητα να μεταβάλλουν αυτό που είναι, η οποία εκ φύσεως και εξ’ ορισμού είναι απροσδιόριστη και απρόβλεπτη. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι καθαυτό θετικό ή αρνητικό και το να μιλάμε για αισιοδοξία ή απαισιοδοξία σε αυτό το επίπεδο είναι απλώς επιπόλαιο. Ο άνθρωπος, ως δημιουργός δύναμη, είναι «άνθρωπος» όταν χτίζει τον Παρθενώνα ή τον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, όπως επίσης και όταν στήνει το Άουσβιτς ή το Γκούλαγκ. Η συζήτηση γύρω από την αξία αυτών που δημιουργεί ξεκινάει ύστερα (και είναι προφανώς η πιο σημαντική). Σήμερα, υπάρχει αυτό το αγωνιώδες ερώτημα σχετικά με το ότι η σημερινή κοινωνία ολισθαίνει σε ένα όλο και πιο κενό είδος επανάληψης. Κατόπιν, αν υποθέσουμε ότι αυτή η επανάληψη μπορεί να δώσει μια κατεύθυνση αναγέννησης της ιστορικής δημιουργίας, η διερώτηση θα αναφέρεται στη φύση και την αξία αυτής της δημιουργίας. Δε μπορούμε ούτε να αγνοήσουμε και να αποσιωπήσουμε αυτά τα ερωτήματα ούτε και να απαντήσουμε εκ των προτέρων σε αυτά. Αυτό είναι η ιστορία.
[1] Εκδόθηκε για πρώτη φορά στο La Planète Verte (Paris: Bureau des élèves des sciences politiques, 1993), σελ 21-25. Η συνέντευξη δόθηκε στον Pascale Egré. [Μια πρώτη μετάφραση, αμφιβόλου ποιότητας, εμφανίστηκε με τον τίτλο «World Imbalance and the Revolutionary Force of Ecology» στο περιοδικό Society and Nature, 5 (Ιανουάριος 1994): 81-90. Μεταφράζοντας ξανά αυτό το άρθρο, χρησιμοποιήσαμε ένα φωτοαντίγραφο του Καστοριάδη όπου ο ίδιος είχε διορθώσει με το χέρι το κείμενο της συνέντευξης. -T/E]
[2] Είναι περίεργο το να βρίσκεις τον όρο «τεχνοκρατία» να χρησιμοποιείται εδώ, δεδομένης της πολλαπλής άρνησης του Καστοριάδη - που ξεκινά τουλάχιστον από το 1957 - στο ότι μπορεί να είναι δυνατή μια τεχνοκρατία (πχ η εξουσίαση από τους τεχνικούς). Έλεγε συγκεκριμένα στο δεύτερο μέρος από το «Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού»: «Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι γραφειοκρατικός καπιταλισμός. Δεν είναι - και δεν μπορεί να γίνει - ένας τεχνοκρατικός καπιταλισμός. Η ιδέα της τεχνοκρατίας αποτελεί μια κενή γενίκευση των επιφανειακών κοινωνιολόγων, ή ένα όνειρο ζωής των ίδιων των τεχνικών που έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους ανικανότητα και με τον παραλογισμό του παρόντος συστήματος». (PSW 2, σελ. 111-12; CR, σελ. 67 ή «Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού», σελ. 50). Είναι ασαφές, ωστόσο, το αν η χρήση της λέξης αποτελεί μια παραδρομή της γλώσσας από την πλευρά του ομιλητή ή μια λάθος μεταβίβαση της συνέντευξης σε χαρτί [πχ τεχνοεπιστήμης (βλέπε παρακάτω), τεχνοκρατία] από την πλευρά του εκδότη. Η λέξη «τεχνοκρατία» γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν διαβάζουμε, παρακάτω, «ότι οι επιστήμονες ποτέ δεν είχαν και ποτέ δε θα έχουν τίποτα να πουν σε σχέση με τη χρήση της [τεχνο-επιστήμης] ή ακόμη και τον καπιταλιστικό της προσανατολισμό» -T/E. Να σημειώσουμε κι εμείς συμπληρωματικά ότι στη μετάφραση του κειμένου στο Κοινωνία και Φύση στο συγκεκριμένο σημείο υπάρχει η λέξη «τεχνολογία» και όχι «τεχνοκρατία».
[3] Προτάσσοντας μια «επιστημονική οικολογία», που θα αντιτίθεται στις «παράλογες προκαταλήψεις», η Έκκληση της Χαϊλδεβέργης «δημοσιεύτηκε το 1992 στη Διάσκεψη για τη Γη στο Ρίο ντε Τζανέϊρο. Με το τέλος της διάσκεψης του 1992, 425 επιστήμονες και άλλοι πνευματικοί ηγέτες υπέγραψαν την Έκκληση. . . . Σήμερα, περισσότεροι από 4,000 από 106 χώρες έχουν υπογράψει, συμπεριλαμβανόμενων των 72 κατόχων του βραβείου Νόμπελ» σύμφωνα με το Scientific and Environmental Policy Project http://www.sepp.org/heidelberg_appeal.html. -T/E
[4] Ο Καστοριάδης παραθέτει τον E. O. Wilson σε μεγάλη συχνότητα στο κείμενό του «Dead End? » (1988), στη σελίδα 254 του PPA. -T/E
[5] Βλέπε στο “On the Content of Socialism II” στο PSW 2, την αποσπασματική του μορφή στο CR. T/E
[6] Rachel Carson, «Silent Spring» (Βοστόνη: Houghton Mifflin, 1962). -T/E
[7] Βλέπε το «Σκέψεις πάνω στην Ανάπτυξη και την Ορθολογικότητα» (1977), στα αγγλικά στο PPA. -T/E. Στα ελληνικά το κείμενο βρίσκεται στους «Χώρους του Ανθρώπου».
[8] Οι Les Verts (Οι Πράσινοι) ιδρύθηκαν το 1984 από τον Antoine Waechter ως οι διάδοχοι διάφορων πολιτικών-οικολογικών σχηματισμών που υπήρχαν πριν τη γαλλική υποψηφιότητα του René Dumont το 1974 για την προεδρεία. Η Génération Écologie αποτελεί το πολιτικό σκέλος, που ιδρύθηκε το 1990, του Brice Lalonde, έναν από τους ηγέτες των φοιτητών στη Σορβόνη κατά το Μάη του 68′, δημιουργού το 1971 των Les Amis de la Terre (Φίλων της Γης). Αυτός ήταν και ο υπεύθυνος της προεδρικής καμπάνιας του Dumont το 1974, ο οποίος επίσης έθεσε υποψηφιότητα για τη γαλλική προεδρεία του 1981 με ένα οικολογικό ψηφοδέλτιο και έπειτα διετέλεσε και Υπουργός Περιβάλλοντος του 1988 υπό την προεδρεία του Γάλλου Σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν. Το 1992, ένα χρόνο προτού διεξαχθεί η παρούσα συνέντευξη, η Génération Écologie εξέλεξε 108 υποψηφίους στις δημοτικές εκλογές ενώ και οι αντίπαλοι Verts πέτυχαν τις δικές τους νίκες. Οι συζητήσεις για μια συγχώνευση των δύο ομάδων βούλιαξαν και τελικά η ομάδα του Lalonde υποστήριξε το νέο-γκωλιστή υποψήφιο για προεδρία, και εν τέλει πρόεδρο, Ζακ Σιράκ τόσο στις εκλογές του 1995 όσο και του 2002. Καθώς απομακρύνθηκαν από τη στάση του Waechter περί του «Ούτε με τη Δεξιά, Ούτε με την Αριστερά» (δες την επόμενη παράγραφο της παρούσας συνέντευξης), οι Πράσινοι (les Verts) συμμετείχαν στην «πλουραλιστική Αριστερή» κυβέρνηση του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Λιονέλ Ζοσπέν μετά την απόφαση του Σιράκ το 97′ να προκηρύξει βιαστικά εκλογές που είχαν ως αποτέλεσμα το να χάσει τη νομοθετική του πλειοψηφία. Ο Waechter πλέον ηγείται ενός πολιτικού-οικολογικού κόμματος, του Mouvement écologiste indépendant, αυτό-χαρακτηριζόμενο ως «100% οικολογικό». Οι πιο πρόσφατες αναφορές δείχνουν σημάδια μιας πιθανής επαναπροσέγγισης με τους Πράσινους (Les Verts). Ας σημειωθεί ότι αυτά δεν ήταν τα μοναδικά οικολογικά-πολιτικά κόμματα που ζητούσαν ψήφο στις γαλλικές εκλογές. Οκτώ πολιτικές-οικολογικές ομάδες και πολλοί άλλοι σχηματισμοί βρίσκονταν μέσα στο μεγάλο αριθμό των πολιτικών οργανώσεων που, όλες μαζί, ηγήθηκαν οι 8,000 υποψήφιοι στις εκλογές του 2002 για 555 θέσεις στην Εθνική Συνέλευση. Σε μια συνεχιζόμενη εκλογική συμμαχία με τους ηττημένους Σοσιαλιστές, οι Πράσινοι ήταν ικανοί να διατηρήσουν μόνο τρεις θέσεις εκείνη τη χρονιά. -T/E
[9] Luc Ferry, The New Ecological Order (1992), μτφ. Carol Volk (Σικάγο: University of Chicago Press, 1995). -T/E
[10] Πάνω σε αυτά τα θέματα, βλέπε “Η θέσμιση της Κοινωνίας και της θρησκείας” (1982), τώρα στο Θρυμματισμένο Κόσμο (World in Fragments). -T/E
(Δείτε για τα μεταλλαγμένα [Εδώ])
[Η συνέντευξη αυτή δόθηκε το 1993 στο γαλλικό περιοδικό «Πράσινος Πλανήτης» και βρέθηκε στον τόμο «The Rising Tide of Insignificancy» του Κορνήλιου Καστοριάδη που δημοσιεύεται στη σελίδα http://www.notbored.org/ . Μεταφράστηκε από τα αγγλικά από το «Terminal 119 - για την κοινωνική και ατομική αυτονομία»]
_____________________________________________
Mια εξαιρετική συνέντευξη του Καστοριάδη:
H συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε από τον Kορνήλιο Kαστοριάδη στο δημοσιογράφο κ. Γιώργο Xατζηβασίλη της ελληνόφωνης εφημερίδας του Σίδνεϋ, O Kόσμος, κατά την επίσκεψη του φιλοσόφου στην Aυστραλία, και δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 23ης Aυγούστου 1991.
Aρχικό θέμα συζητήσεως υπήρξε το πραξικόπημα εναντίον του Mιχαήλ Γκορμπατσόφ, το οποίο οδήγησε στην πτώση του, γεγονός το οποίο ο Kαστοριάδης θεωρεί ως επαλήθευση των παλαιότερων αναλύσεών του για τη στρατοκρατική γραφειοκρατία της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Oι διαλέξεις του Kαστοριάδη στην Aυστραλία αποτελούσαν μέρος ενός διεθνούς συνεδρίου για το μέλλον της φιλοσοφίας (10-15 Aυγούστου 1991), που διοργανώθηκε από το πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ και στο οποίο συμμετείχαν μεγάλοι θεωρητικοί, όπως η Άγκνες Xέλερ, ο George Markus, και άλλα μέλη της Σχολής της Bουδαπέστης.
Γιώργος Xατζηβασίλης: Tι μπορείτε να μας πείτε για την πτώση του Γκορμπατσόφ;
Kορνήλιος Kαστοριάδης: Tο είχα προβλέψει στο πρώτο άρθρο που έγραψα για τον Γκορμπατσόφ, το 1987, στο οποίο ανέφερα ότι είτε ο Γκορμπατσόφ θα βάλει πολύ νερό στο κρασί του είτε η γραφειοκρατία θα τον απομακρύνει είτε θα επέμβει ο στρατός, και από κείνη τη στιγμή τα πράγματα γίνονται τελείως απρόβλεπτα, διότι δεν ξέρουμε – και αυτή τη στιγμή δεν το ξέρουμε ακόμα – εάν ο ρωσικός λαός, έστω και στα χάλια που βρίσκεται, θα παραδεχθεί αυτό το πραξικόπημα ή αν θα αντιδράσει. Aυτό μένει ανοιχτό.
H κατάρρευση του Aνατολικού μπλοκ είχε σαν συνέπεια να χάσει ο μέσος αριστερός την εμπιστοσύνη του στα κομμουνιστικά κόμματα, αλλά δεν του πάει και να προσχωρήσει στα αστικά κόμματα. Σε τι μπορεί να ελπίζει ο αγνός ιδεολόγος για το μέλλον;
Kοιτάξτε, ασφαλώς θα υπάρξει μια περίοδος σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν διάφορα επιχειρήματα, τα οποία ακούμε διαρκώς εδώ και μερικά χρόνια, ότι αν επιχειρήσει κανείς να αλλάξει αυτή τη φιλελεύθερη καπιταλιστική δημοκρατία, θα καταλήξει στο Γκουλάγκ, στη Σιβηρία κ.λπ. Aυτά θα τα ακούμε για μερικό καιρό ακόμα, φαντάζομαι, και μετά οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι, επειδή πήγε κάποιος σε έναν σχιτζή, εγκληματία, δολοφόνο, σοφιστή γιατρό, αυτό δεν σημαίνει ότι ένας άλλος, ο οποίος είναι λιγότερο εγκληματίας, αλλά εξίσου κακός γιατρός, είναι το ιδεώδες της ιατρικής, δεν είναι έτσι; Θέλω να τονίσω τον παραλογισμό που κάνουν οι άνθρωποι σήμερα, ότι επειδή υπήρξε αυτή η τερατώδης μορφή, η οποία δεν είχε άλλωστε καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό, ή με τη δημοκρατία – παρ’ όλα όσα έλεγε – άρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να ακολουθήσουμε την πολιτική του Mπους ή του Mέιτζορ κ.λπ. Kάποτε θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν και οι κάτοικοι των ανατολικών χωρών ότι η πτώση του κομμουνισμού δεν «ασπρίζει» τον καπιταλισμό, ούτε τα προβλήματά του, ούτε τη μιζέρια που υπάρχει στις καπιταλιστικές χώρες, ούτε το γεγονός ότι δεν είναι πραγματικές δημοκρατίες, ότι κυβερνιούνται από μια φιλελεύθερη ολιγαρχία, ούτε την καταστροφή του περιβάλλοντος που επιφέρει η καπιταλιστική οικονομία κ.λπ. Kαι από τη στιγμή εκείνη νομίζω ότι αρχίζουν πάλι, ελπίζω τουλάχιστον, να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων και να αρχίζουν να ξανασκέπτονται πολιτικά, δηλαδή όχι ποιο κόμμα θα εκλέξουν, αλλά πώς θα μπορούσαν να αυτοκυβερνηθούν πραγματικά, να σχηματίσουν συλλογικά δημοκρατικά όργανα και να αλλάξουν τον προσανατολισμό στην κοινωνική ζωή.
Γνωρίζετε αν υπάρχουν σήμερα οι ηγέτες που θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτή την ευθύνη να κατευθύνουν τους λαούς;
Eγώ νομίζω ότι ένα από τα βασικά καρκινώματα, μπορώ να πω, του εργατικού κινήματος και του λαϊκού κινήματος, τα τελευταία εκατό χρόνια τουλάχιστον, είναι η ιδέα ότι έπρεπε να υπάρχουν οι ηγέτες. Eγώ πιστεύω ότι ο λαός δεν μπορεί να κυβερνηθεί παρά μόνος του. Hγέτες με μια έννοια βέβαια πάντα θα υπάρχουν, κάποιος άνθρωπος θα έχει ίσως περισσότερα να πει ή περισσότερες ιδέες από τους άλλους, το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι ηγέτες να αναγράφονται από τη βάση τους, να είναι ανακλητοί, να μην ειδωλοποιούνται, να μη θεοποιούνται κ.τ.λ., συμφωνείτε; Tο αν στην ερχόμενη περίοδο θα υπάρξουν ηγέτες, δυναμικά άτομα που θα πάρουν πρωτοβουλίες, αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς. Aυτό που μπορεί να πει κανείς είναι ότι αν δεν υπάρξει μια πραγματική κίνηση του λαού, ούτε θα αναδειχθούν άνθρωποι εξαιρετικοί, ούτε κι αν υπάρχουν άνθρωποι εξαιρετικοί θα μπορέσουν να κάνουν τίποτε άλλο περισσότερο παρά να είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Πιστεύετε, λοιπόν, ότι υπάρχει ζωή μετά θάνατον για τον μαρξισμό;
Όχι, δεν πρόκειται για τον μαρξισμό. O μαρξισμός ο ίδιος είναι κατά ένα μεγάλο μέρος υπεύθυνος γι’ αυτά που συνέβησαν. Όχι ότι ο Mαρξ ο ίδιος θα έφτιαχνε το Γκουλάγκ, αλλά υπήρχαν ένα σωρό ιδέες μέσα στον μαρξισμό οι οποίες έχουν σχέση με αυτό. Παραδείγματος χάρη υπάρχει μία και μόνο, μία ορθή θεωρία. Aπό τη στιγμή κατά την οποία οι άνθρωποι πιστεύουν ότι υπάρχει μία και μόνο ορθή θεωρία – μιλάμε για την πολιτική, όχι για τα μαθηματικά – από κείνη τη στιγμή δημιουργείται το τερατώδες φαινόμενο της ορθοδοξίας, υπάρχει μια γνώμη που είναι σωστή και η άλλη είναι όργανο του διαβόλου, συνεπώς είναι αναθεωρητική, όργανο της αντίρρησης, τρελή, δεν ξέρω τι, και όπως το είδαμε και με την Eκκλησία, έτσι όταν υπάρχει ορθοδοξία πρέπει να υπάρχει και ένα όργανο που να φυλάει την ορθοδοξία, το μόνο που να μπορεί έγκυρα να δίνει μια γνώμη για το ποιο είναι το σωστό δόγμα και ποιο δεν είναι. Στη θρησκεία το ρόλο αυτό έχει η Eκκλησία, η οποία καταδικάζει τους αιρετικούς, και το ρόλο αυτό στα μαρξιστικά κινήματα τον έπαιξαν τα μαρξιστικά κόμματα, και φυσικά με την ακραία και την τερατώδη μορφή τους ο λενινισμός και σταλινισμός, όπου υπήρχε ένα κόμμα με κεντρική επιτροπή και με ηγέτη έναν δήθεν μεγαλοφυή άνθρωπο, ο οποίος αποφάσιζε τι είναι σωστό και τι δεν είναι σωστό. Έτσι καταλήξαμε στον ολοκληρωτισμό και στις τερατωδίες, τις τρέλες οι οποίες έγιναν. Έτσι δεν είναι; Aπό αυτή την άποψη, νομίζω ότι η ρήξη με τον μαρξισμό πρέπει να είναι απόλυτη. Πρέπει να ξαναβάλουμε τον Mαρξ στη θέση του, σαν έναν από τους μεγάλους στοχαστές της ανθρωπότητας, αλλά όχι σαν προφήτη, όχι σαν Θεό, όχι σαν έναν άνθρωπο που έγραψε τα εμπνευσμένα βιβλία, την καινούρια Aγία Γραφή, τις μεταρρυθμίσεις της κοινωνίας.
Tότε ποιους άλλους θεωρητικούς θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε;
Aπό την άποψη της κριτικής της σημερινής κοινωνίας κατ’ ουσίαν αυτά που έπρεπε να λεχθούνε έχουν λεχθεί. Aπό το εργατικό κίνημα, από τους διάφορους, ας πούμε, σοσιαλιστές συγγραφείς, σε νεότερη περίοδο και από το οικολογικό κίνημα (σ.σ. και τον κ. Kαστοριάδη). Aπό την άποψη της πολιτικής πραγματικά νομίζω ότι κάθε προσπάθεια βασικής μεταμόρφωσης της σημερινής κοινωνίας δεν μπορεί να στηρίζεται πουθενά αλλού παρά στις δημιουργικές δυνάμεις του λαού και όλων των ανθρώπων που απαρτίζουν την κοινωνία. Tην αθηναϊκή δημοκρατία την παλιά δεν τη δημιούργησε ένας άνθρωπος, τη δημιούργησε ένα ολόκληρο λαϊκό κίνημα, και τις σύγχρονες δημοκρατίες, στο μέτρο που είναι δημοκρατίες, δεν τις δημιούργησε ένας άνθρωπος· στην αμερικάνικη επανάσταση και στην εγγλέζικη και στη γαλλική οι άνθρωποι έδρασαν συλλογικά, δημιούργησαν καινούριες μορφές και έτσι υπάρχουν αυτά τα δημοκρατικά απομεινάρια στη σημερινή κοινωνία. Aν πρόκειται να υπάρξει κάποιο καινούριο ξεκίνημα της κοινωνίας, ασφαλώς αυτό το καινούριο ξεκίνημα θα συμβαδίσει με μια αφύπνιση των ανθρώπων, οι οποίοι θα πάψουν να είναι καταναλωτικά ζώα και θα ξαναγίνουν πολιτικά ζώα, δηλαδή άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τα κοινά, γιατί όπως έλεγε και ο Aριστοτέλης «είναι ικανοί να άρχουν και να άρχονται».
Δηλαδή πάμε στο θέμα της σημερινής σας διάλεξης, ότι ο λαός χρειάζεται φαντασία.
Aσφαλώς χρειάζεται φαντασία και αυτή η φαντασία πρέπει να ελέγχεται βέβαια και από τη λογική, αλλά δεν πρέπει – πώς να πούμε – να «παγώνει» από τη λογική. Σήμερα οι άνθρωποι λένε στις ανατολικές χώρες «δεν θέλουμε πια πειράματα, ξέρουμε ότι στις δυτικές χώρες έχουν να φάνε και δεν τους συλλαμβάνει αυθαιρέτως η αστυνομία», το οποίο είναι περίπου σωστό, «συνεπώς αφήστε μας ήσυχους, εμείς θέλουμε το γρηγορότερο δυνατό αυτού του είδους το σύστημα»· αυτό είναι ένα πάγωμα της φαντασίας και είναι μια κατανοητή βέβαια συλλογιστική, ύστερα από όλα όσα υπέφεραν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά ασφαλώς δεν είναι η τελευταία λέξη και νομίζω ότι και οι ίδιοι θα ανακαλύψουν σε λίγο καιρό ότι η λύση δεν είναι απλώς το να αποδεχτούν τις καπιταλιστικές μορφές της.
O λαός, όμως, θέλει ένα όραμα, ένα στόχο. Tι όραμα μπορούμε να δώσουμε στο λαό;
Eγώ νομίζω ότι το κεντρικό σημείο αυτού του στόχου, του οράματος όπως λέτε, είναι μια κοινωνία, που είναι ελεύθερη με την έννοια ότι και το κοινωνικό σύνολο πραγματικά ασκεί την εξουσία και όχι μια ολιγαρχία· μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό σύνολο ο καθένας είναι αυτόνομος όσο είναι δυνατόν, δεδομένου ότι είμαστε κοινωνικά όντα και δεν μπορεί να κάνει ο καθένας φυσικά ό,τι του κατεβαίνει. Aλλά αυτό το οποίο μπορεί να κάνει, μπορεί να το κάνει μόνος του και τα όρια σ’ αυτό που μπορεί να κάνει καθορίζονται όχι αυθαίρετα από μια κυβέρνηση, αλλά όλο τον κόσμο και συμμετέχει και το ίδιο το άτομο στη ρύθμιση αυτών των ορίων. Aυτό είναι το βασικό όραμα και αυτό το όραμα πρέπει να συνοδεύεται από ένα άλλο, που ίσως είναι πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό, ότι πρέπει να εκθρονίσουμε από την οικονομία την παραγωγή και την κατανάλωση από την κεντρική θέση που έχουν σήμερα. Όσο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο σκοπός της ζωής είναι σήμερα να αποκτήσουν μια καινούρια έγχρωμη τηλεόραση του χρόνου, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Γιατί ουδέποτε θα ενδιαφερθούν πραγματικά για τα κοινά, καθένας θα προσπαθήσει, όπως λένε στα σύγχρονα ελληνικά, «να τα πιάσει» όσο γίνεται περισσότερο και αυτό είναι όλο. Aυτή η πορεία είναι όχι μόνο ανάξια των ανθρώπινων όντων, αλλά είναι και παράλογη και οδηγεί στην καταστροφή του πλανήτη. Δεν μπορεί να εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση και, αν εξακολουθήσει, πρέπει να σκεφθεί κανείς ολόκληρο τον πλανήτη και όχι μόνο το ένα έβδομο του πληθυσμού της γης που ζει σ’ αυτές τις συνθήκες. Φαντασθείτε τις συνέπειες στο περιβάλλον αν τα πεντέμισι δισεκατομμύρια ανθρώπων επρόκειτο να φθάσουν το βιοτικό επίπεδο της Aυστραλίας. Eίναι ένας εφιάλτης και, από την άλλη μεριά, πώς μπορείς να τα αφήσεις στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα; Συνεπώς χρειάζεται μια βασική αλλαγή στο τι οι άνθρωποι θεωρούν άξιο, τι θεωρούν σημαντικό και τι θεωρούν σκοπό της ζωής τους, για να μπορέσει να γίνει μια πραγματική αλλαγή.
Aς μιλήσουμε τώρα για την Eλλάδα μετά το 1993. Πιστεύετε ότι θα μπορέσει να διατηρήσει την οντότητά της ή θα «πνιγεί» στην ευρωπαϊκή παλίρροια;
Eγώ φοβάμαι ότι η Eλλάδα ήδη έχει χάσει την οντότητά της. Πηγαίνω στην Eλλάδα κάθε καλοκαίρι για δυο μήνες και μπορώ να πω ότι αυτό που έγινε από το 1960 και ύστερα με τη συνενοχή και υπαιτιότητα όλων των κυβερνήσεων, αλλά και του ελληνικού λαού, είναι μια καταστροφή που δεν είχε γίνει επί 3.000 χρόνια. Aκόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Oι άνθρωποι που πριν σε φιλοξενούσαν στο σπίτι τους, να σου δώσουν ένα ποτήρι νερό, καφέ κ.λπ., τώρα αν τους ζητήσεις ένα ποτήρι νερό σου λένε «ναι, 500 δραχμές». Aυτό έχει ήδη γίνει· και μετά από το 1993, αν εξακολουθήσουν τα πράγματα να είναι έτσι και ο λαός να μην αντιδρά και οι πολιτικοί να είναι δήθεν πολιτικοί, πολιτικάντηδες, να είναι αυτοί που είναι, τα πράγματα θα χειροτερέψουν και η Eλλάδα θα γίνει ένα τουριστικό ξενοδοχείο ας πούμε. Tα σημαντικά πράγματα θα πέσουν στα χέρια ξένων εταιριών, οι Έλληνες θα είναι διευθυντές ξενοδοχείων και γκαρσόνια, χορευτές στα καμπαρέ κ.λπ.
Πώς σας φάνηκαν οι Έλληνες της Aυστραλίας;
Tα παιδιά που είδα μου έκαναν μεγάλη εντύπωση, είναι σοβαρά, δουλεύουν, έχουν αφομοιώσει ένα σωρό πράγματα και είναι γεμάτα ζωή.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης πρωτοήρθε σε επαφή με την μαρξιστική σκέψη και την φιλοσοφία ταυτόχρονα σε ηλικία 13 ετών, οπότε και γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για την σκέψη όσο και για την πολιτική.
Η πρώτη ενεργός ανάμιξη και δραστηριοποίηση του στην πολιτική, ήρθε όταν επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Ενεγράφη στο κομμουνιστικό κόμμα και το 1941, λίγο μετά την αρχή της κατοχής συγκρότησε μαζί με άλλους νέους μία ομάδα που εναντιωνόταν στο σωβινιστικό προσανατολισμό του ΚΚΕ. Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, πράγμα το οποίο είχε ως συνέπεια τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και από το ΚΚΕ. Το 1944 γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber), τα οποία δημοσιεύει στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής.
Σπούδασε αρχικά νομικά, οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά κατά τα Δεκεμβριανά, αποδοκίμασε την στάση του ΚΚΕ και, στη συνέχεια, μετέβη με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι όπου έμελλε να εγκατασταθεί μόνιμα. Συνεπιβάτες σε αυτό το πλοίο και οι άλλοι δύο Έλληνες, μετέπειτα στοχαστές του Παρισιού, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, που μαζί με διακόσιους ακόμα (ανάμεσα στους οποίους και οι: Μακρής, Ξενάκης, Κρανάκη) είχαν εξασφαλίσει, με την βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ, υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση.
Στο Παρίσι
Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις οποίες όμως άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα από την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970.
Το 1946 ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλωντ Λεφώρ, με τον οποίο συγκρότησαν μία εσωτερική τάση στο PCI, από το οποίο αποχώρησαν το 1948 και ίδρυσαν την ομάδα Socialisme ou Barbarie («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), η οποία από το επόμενο έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα εκείνης της περιόδου προέκυψαν τα βιβλία: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).
Μέσα από το συγκεκριμένο περιοδικό βρήκαν βήμα τα επόμενα χρόνια γνωστοί διανοούμενοι της Γαλλίας, όπως ο Lyotard και ο Debord. Το περιοδικό κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς “Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού”. Ανέφερε χαρακτηρισικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροπόίησης είχε πάψει να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας. Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε από την μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από την μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία» το οποίο αργότερα συμπεριελήφθη στο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του Καστοριάδη γνώρισαν μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενα του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α). Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο ακόμη, με συνέπεια να βρίσκεται συνεχώς υπό τον φόβο της απέλασης στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανίστηκαν και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, τα οποία αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του, όπως τα: «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος» και του ίσως σημαντικότερου έργου του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας».
Το 1967 η ομάδα του Socialisme ou Barbarie διαλύεται, ωστόσο όμως δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του ‘68. Το 1970 ο Καστοριάδης αποκτά την γαλλική υπηκοότητα και έτσι παύει πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Αυτή την περίοδο ο Καστοριάδης στρέφεται στην ψυχανάλυση, μάλιστα εργάζεται και ως ψυχαναλυτής ο ίδιος από το 1974, και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Λακάν (Lacan).
Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον τό σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό πλέον έργο του ‘Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας’. Κεντρική θέση στην σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, το οποίο θεωρεί ως το θεμέλιο στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφοροποίηση ως μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσμίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής. Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες της φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας την θέσμιση και την θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο “Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία”. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές της Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο, το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.
Οι Τέσσερεις Λέξεις*
Φαντασία
Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα; Επαναλαμβάνουν, εδώ και αιώνες, ότι είναι ο ορθός λόγος. Αρκεί όμως να προσέξουμε τη συμπεριφορά των άλλων γύρω μας αλλά και τη δική μας, για να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν αληθεύει. Οι ατομικές και οι συλλογικές συμπεριφορές πολύ συχνά είναι παράλογες. Τα ζώα είναι πιο (λογικά» από εμάς δεν σκοντάφτουν, δεν τρώνε δηλητηριώδη μανιτάρια, κάνουν αυτό που πρέπει, για να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν.
Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Είναι το πάθος και οι επιθυμίες; Ναι, πράγματι. (Τα ζώα από ό,τι μπορούμε να ξέρουμε δεν έχουν πάθη ούτε πραγματικές επιθυμίες’ τα ζώα έχουν ένστικτα.) Τι όμως συνιστά την ιδιαιτερότητα του πάθους και των επιθυμκόν; Εί¬ναι ακριβώς το γεγονός ότι το πάθος και οι επιθυμίες -ο έρωτας, η δόξα, το κάλλος, η εξουσία, ο πλούτος-δεν είναι «φυσικά» αλλά φαντασιακά αντικείμενα. Η φαντασία, λοιπόν, είναι το ίδιον του ανθρώπου. Η φαντασία μάς διαφοροποιεί από τα ζώα.
Η φαντασία, ακόμη και εάν κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά, δεν αναχαιτίζεται. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική ροή από εικόνες, ιδέες, αναμνήσεις, επιθυμίες, αισθήματα. Μια ροή που δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Δεν μπορούμε καν να την ελέγξουμε, τουλάχιστον όχι πάντα. Κάποιες φορές το κατορθώνουμε, λίγο ώς πολύ, προκειμένου να σκεφτούμε λογικά και συστηματικά. Αλλά ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αναπάντεχες αναμνήσεις και επιθυμίες διακόπτουν τον στοχασμό μας. Η φαντασία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην παραφροσύνη, στη διαστροφή, στην τε-ρατωδία αλλά, επίσης, στην αυταπάρνηση και σε κάθε μεγαλειώδη δημιουργία.
Χάρη στη φαντασία το ένστικτο έπαψε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της συμπεριφοράς μας. Χάρη στη φαντασία μπορούμε να δημιουργούμε. Χάρη σ’ αυτήν δημιουργήσαμε την τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Η φαντασία δεν γνωρίζει όρια και κανόνες, ούτε ηθικούς και λογικούς νόμους. Πάντως, εάν είχαμε αφεθεί χωρίς περιορισμούς στη φαντασία, ασφαλώς δεν θα είχαμε επιβιώσει ως είδος. 0 άνθρωπος επιβίωσε ως είδος, επειδή δημιούργησε κοινότητες, κοινωνίες, θεσμούς, κανόνες που οριοθετούν και περιορίζουν τη φαντασία, αλλά και που συχνά επίσης την καταπνίγουν.
Φαντασιακό
Το ανθρώπινο ον υπάρχει μόνον ως κοινωνικό ον. Αυτό σημαίνει ότι ζει σε μια κοινωνία με θεσμούς, με νόμους, με ήθη, με έθιμα, κ.λπ. Ερώτημα: Από πού έρχονται αυτοί οι θεσμοί, οι νόμοι, τα έθιμα; Είναι αδύνατον να πούμε, όπως συχνά πίστευαν οι λαοί, ότι υπάρχει ένας δημιουργός, ένας νομοθέτης όλων αυτών. Σε μιαν ήδη θεσμισμένη κοινωνία, τα άτομα μπορούν να προτείνουν νόμους, κάποιους ιδιαίτερους νόμους. Τούτο όμως είναι δυνατόν να γίνει, επειδή υπάρχει ήδη ένα σύστημα νόμων, επειδή αυτά τα άτομα έχουν ζήσει ήδη σε μια κοινωνία με νόμους. Ένας συγγραφέας μπορεί να επινοήσει μια νέα λογοτεχνική μορφή και ένας περιθωριακός μια λέξη της αργκό. Αυτά είναι δυνατόν να γίνουν, επειδή υπάρχει ήδη η γλώσσα και η αργκό. Όμως ποιος θα μπορούσε μόνος του να δημιουργήσει εκ προοιμίου τη γλώσσα και να την επιβάλει στους υπόλοιπους; Και με ποια γλώσσα θα επικοινωνούσε; Όλα αυτά -οι νόμοι, οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα- είναι συλλογικές δημιουργίες. Προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας βάσει ενός συμβολαίου (το ((κοινωνικό συμβόλαιο»). Όμως ένα συμβόλαιο προϋποθέτει άτομα κοινωνικά, τα οποία γνωρίζουν τι είναι ένα τέτοιο συμβόλαιο. Προσπάθησαν επίσης να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας με τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Όμως κανένας φυσικός ή βιολογικός νόμος δεν μπορεί να ερμηνεύσει την καταγωγή των θεσμών, που είναι ένα καινούργιο φαινόμενο μέσα στο δημιουργημένο σύμπαν. Κανένας φυσικός και βιολογικός νόμος δεν απαντά στα ερωτήματα:
Γιατί οι Εβραίοι δημιούργησαν τον μονοθεϊσμό; Γιατί οι ‘Ελληνες δημιούργησαν τις δημοκρατικές πόλεις; Γιατί η Δύση δημιούργησε τον καπιταλισμό;
Για να συλλάβουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης κοινωνίας, καθώς επίσης τις αλλαγές της μέσα στον χρόνο αλλά και τις διαφορές της μέσα στον χώρο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτές οι ίδιες οι ανθρώπινες κοινότητας διαθέτουν μιαν χωρίς προηγούμενο δημιουργική ικανότητα. Αυτή τη δημιουργική ικανότητα μπορούμε να την ονομάσουμε: κοινωνικό φαντασιακό. Το κοινωνικό φαντασιακό είναι η πηγή των θεσμών που ρυθμίζουν και οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αυτό επίσης δημιουργεί κάτι πολύ σημαντικό: τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες.
Oι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες καθορίζουν τις αξίες μιας κοινωνίας, δηλαδή καθορίζουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Οι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες δίνουν νόημα στη ζωή των ατόμων και, τελικά, δίνούν νόημα ακόμη και στον θάνατο τους. Το κοινωνικό φαντασιακό δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο. Αλλάζει. Και οι αλλαγές του δηλώνουν την ύπαρξη αλλαγών στην κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας. Το κοινωνικό φαντασιακό, άπαξ και δημιούργησε τους θεσμούς, μπορεί είτε να παραμείνει κατά κάποιον τρόπο σε λήθαργο (έτσι συμβαίνει στις πρωτόγονες, τις αρχαϊκές, τις παραδοσιακές κοινωνίες), είτε να προκαλέσει αλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορες (έτσι συμβαίνει στην εποχή μας, η οποία γνωρίζει έναν γρήγορο ρυθμό από ιστορικές μεταβολές, ανήκουστο στην μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας).
Oι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες καθορίζουν τις αξίες μιας κοινωνίας, δηλαδή καθορίζουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Οι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες δίνουν νόημα στη ζωή των ατόμων και, τελικά, δίνούν νόημα ακόμη και στον θάνατο τους. Το κοινωνικό φαντασιακό δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο. Αλλάζει. Και οι αλλαγές του δηλώνουν την ύπαρξη αλλαγών στην κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας. Το κοινωνικό φαντασιακό, άπαξ και δημιούργησε τους θεσμούς, μπορεί είτε να παραμείνει κατά κάποιον τρόπο σε λήθαργο (έτσι συμβαίνει στις πρωτόγονες, τις αρχαϊκές, τις παραδοσιακές κοινωνίες), είτε να προκαλέσει αλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορες (έτσι συμβαίνει στην εποχή μας, η οποία γνωρίζει έναν γρήγορο ρυθμό από ιστορικές μεταβολές, ανήκουστο στην μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας).
Δημιουργία
Οι φιλόσοφοι έχουν αναρωτηθεί: Γιατί να υπάρχει κατι, ενώ θα μπορούσε να μην υπάρχει τίποτα. Το ερώτημα αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει απάντηση. Ίσως μάλιστα να μην έχει καν νόημα. Υπάρχει όμως ένα άλλο ερώτημα που μας βασανίζει και δεν μπορεί παρά να μας βασανίζει: Πώς γίνεται και υπάρχει μια τέτοια πολυμορφία πραγμάτων; Και φυσικά δεν εννοώ μόνον την ποσοτική πολυμορφία. Πώς γίνεται και υπάρχει αυτή η απέραντη ποικιλία μορφών, από τη μη έμβια φύση, μέχρι τις πολυάριθμες ακαθόριστες μορφές ζωής, ακόμη και μέχρι τις μορφές που ακατάπαυστα η ανθρώπινη ιστορία παράγει και δημιουργεί; Έχει υποστηριχθεί ότι η δημιουργία είναι θεία πράξη. Δεν είναι θεία πράξη. Η δημιουργία είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει το ον. Κάθε ον. Το παν υπόκειται συνεχώς σε αλλαγή και αναδημιουργία. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε πως ό,τι παρουσιάζεται μπροστά μας είναι μια ατέρμων επανάληψη της ίδιας μορφής, διότι αμέσως ανακύπτει το ερώτημα: Μήπως, κάθε τι είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τις μορφές που έχουν ήδη υπάρξει από καταβολής χρόνου; Είναι όμως σαφές ότι υπάρχει ένας αληθινός χρόνος’ ο χρόνος της μεταβολής. Και αληθινή μεταβολή είναι η ανάδυση νέων μορφών.
Τα φαινόμενα, τα οποία παρατηρούμε μπροστά μας, προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε μέσα από τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Αυτές οι ερμηνείες είναι ασφαλώς πολύτιμες αλλά είναι πάντα μερικές. Γιατί; Διότι έχουν σημασία μόνον στις περιπτώσεις όπου τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται (οι ίδιες αιτίες δίνουν τα ίδια αποτελέσματα), αλλά δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάδυση νέων μορφών.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της ζωής. Η βιολογία μας λέει ότι σε μιαν ορισμένη στιγμή, μέσα στον «πρωταρχικό χυλό» που υπήρχε στη γη, ένας μεγάλος αριθμός μορίων συνενώθηκε τυχαία και, στη συνέχεια, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες -θερμοκρασίας, ακτινοβολίας, πίεσης- αναδύθηκαν μορφές ζωής. Αυτή όμως η απάντηση δεν στέκει. Γιατί; Διότι μια μορφή ζωής είναι κάτι άλλο από μιαν απλή συνένωση μορίων. Επί πλέον, πρόκειται για μια σύνενωση μορίων τελείως ιδιαίτερη ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων που θα μπορούσαν να συντεθούν. Είναι μια συνένωση που κατορθώνει να οργανώνεται, να συντηρείται, να αναπαράγεται. Το ίδιο ισχύει, με τρόπο πολύ πιο πυκνό και έντονο, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα συνδυασμού ίδιων στοιχείων. Η Ιστο-ρία είναι δημιουργία νέων στοιχείων. Είναι δημιουργία της μουσικής, της ζωγραφικής, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας. Και φυσικά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος τη μουσική του Μπαχ ή του Μπετόβεν. Αυτή η μουσική είναι μεγάλη, διότι είναι πρωτότυπη. Και λέγοντας πρωτότυπη, σημαίνει ότι ακριβώς δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.
Αυτονομία
Τπάρχει ανθρώπινη ελευθερία και σε τι συνίσταται; Ε-λευθερία δεν σημαίνει να κάνουμε ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, ούτε, όπως νόμιζαν ορισμένοι φιλόσοφοι, να δρούμε χωρίς κίνητρα. Ελευθερία σημαίνει κατ’ αρχάς να έχουμε διαύγεια απέναντι, σ’ αυτό που σκεφτόμαστε και σ’ αυτό που κάνουμε. Μπορούμε όμως να είμαστε ελεύθεροι,, όταν ζούμε σε μια κοινωνία και κάτω από τον κοινωνικό νόμο; Θα διατυπώσω την απάντηση ως εξής: Μπορώ να είμαι ελεύθερος, εφόσον συμμετέχω στη διαμόρφωση αυτού του νόμου, εφόσον αποφασίζω ισότιμα μαζί με τους άλλους για τη δημιουργία αυτού του νόμου και, τέλος, εφόσον είμαι σύμφωνος με τον τρόπο που ο νόμος αυτός θεσμίστηκε.
Για πολύ μεγάλο διάστημα οι ανθρώπινες κοινωνίες πίστευαν ότι τους νόμους και τους θεσμούς τους δεν τους είχαν δημιουργήσει οι ίδιες. Αλλά τότε ποιος; Οι θεοί, ο Θεός, οι πρόγονοι. Σε τέτοιες συνθήκες αυτοί οι νόμοι και οι θεσμοί προφανώς θεωρούνται ιεροί. Αδύνατον να τους αμφισβητήσει κανείς. Πώς είναι δυνατόν να πω ότι ο νόμος που τον έχει δώσει ο Θεός (αν ο Θεός είναι η πηγή κάθε δικαίου) είναι άδικος; Σε μιαν τέτοια κοινωνία, που θα την αποκαλέσουμε ετερόνομη επειδή είναι υπόδουλη στους δικούς της θεσμούς-, τα ίδια τα άτομα είναι ετερόνομα. Δεν μπορούν να σκεφτούν μόνα τους, εκτός από τελείως τετριμμένα και δευτερεύοντα θέματα. Δεν μπορούν να ελέγξουν κριτικά τη συμπεριφορά τους. Δεν μπορούν να κρίνουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι αληθές και τι ψευδές. Αυτή ήταν η μοίρα της κοινωνίας επί χιλιετίες.
Κάποια στιγμή όμως έγινε μια ιστορική ρήξη, η οποία άλλαξε την κατάσταση των πραγμάτων. Η ρήξη αυτή παρατηρείται για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα (στις πόλεις που δημιούργησαν τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία) και μετά, αφού μεσολάβησαν είκοσι αιώνες έκλειψης, ξαναξεκίνησε για δεύτερη φορά στη Δυτική Ευρώπη (με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα χειραφέτησης, το εργατικό κίνημα κ.λπ.). Αυτά τα κινήματα -με το πρόταγμα της αυτονομίας- δημιούργησαν τις κάποιες ελευθερίες που διαθέτει η κοινωνία, στην οποία ζούμε. Όμως το πρόταγμα της αυτονομίας, το οποίο έφθασε στο κορύφωμα του ανάμεσα στο 1750 και το 1950, επί του παρόντος μοιάζει να είναι εξουδετερωμένο. Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία, στην οποία η απά-θεΐα, ο κυνισμός και η ανευθυνότητα ολοένα επεκτείνονται. Το κίνημα της αυτονομίας πρέπει να ξαναξεκι-νησει και να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει μιαν αληθινή δημοκρατία. Μια δημοκρατία όπου όλοι θα συμμετέ-χουν στη ρύθμιση και τον καθορισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Και αυτό είναι το μόνο πολιτικό πρόταγμα, για το οποίο αξίζει τον κόπο να εργαστούμε και να αγωνιστούμε.
* Τέσσερεις λέξεις: Φαντασία, Φαντασιακό, Δημιουργία, Αυτονομία. Τέσσερεις έννοιες-κλειδιά στο έργο του Κορνηλίου Καστοριάδη. Αυτές τις τέσσερεις λέξεις τις (παρουσίασε» ο ίδιος στη γαλλική τηλεόραση -στην καθημερινή εκπομπή Inventer Domain του δημοσίου και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα σταθμού La Cinquicnic-, σε τέσσερεις συνεχείς ημέρες (2,3,4,5.12.1996). Τέσσερεις λέξεις, τέσσερεις εκπομπές διάρκειας τεσσάρων λεπτών κάθε μία κάθε εκπομπή για μία λέξη. Αυτό εδώ το κείμενο είναι η μετάφραση, με ελάχιστες συντομεύσεις, των τεσσάρων εκπομπών.
Βιβλιογραφία
Τα περισσότερα έργα του Καστοριάδη έχουν μεταφραστεί στα ελληνικα. Μερικά από αυτά είναι τα εξής:
- Το Επαναστατικό Πρόβλημα Σήμερα
- Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος
- Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας
- Από της Οικολογία στην Αυτονομία
- Τα Σταυροδρόμια του Λαβύρινθου
- Η Άνοδος της Ασημαντότητας
- Ο Θρυμματισμένος Κόσμος
- Χώροι του Ανθρώπου
- Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία
- Η «Ορθολογικότητα» του Καπιταλισμού
Ζωή Καστοριάδη : «Το έργο του ανανεώνει και ανανεώνεται»
Το Μάρτιο του 2008, το Γαλλικό Ινστιτούτο και οι Εκδόσεις Κριτική και Υψιλον διοργάνωσαν εκδήλωση συζήτηση για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τον θάνατό του (πέθανε στις 27 Δεκεμβρίου του 1997) και με θέμα την πνευματική κληρονομιά του. Για τον στοχαστή και φιλόσοφο μίλησαν οι Ολιβιέ Φρεσάρ, Σοφί Κλίμις, Αγγελος Μουζακίτης και Σεραφείμ Σεφεριάδης. Συντονίστρια της συζήτησης ήταν η σύζυγος του Κορνήλιου Καστοριάδη, Ζωή. Στο περιθώριο της εκδήλωσης μας μίλησε για το μέγεθος της πνευματικής κληρονομιάς του διανοητή ο οποίος δρούσε ενάντια στο ρεύμα.
Σε μια εποχή που γίνεται λόγος για το τέλος της ιδεολογίας και της Ιστορίας, ποια θέση έχει η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη; «”Οι μόδες έρχονται, παρέρχονται και δεν διαφέρουν”. Αυτή ήταν η ετυμηγορία του Καστοριάδη απέναντι στις διάφορες παριζιάνικες μόδες της διανόησης. Σχετικά βέβαια με την κατ’ εξοχήν ιδεολογία, τη μαρξιστική, διαπίστωσε την κατάρρευσή της χωρίς καμιά έκπληξη. Ως προς την Ιστορία, ο ίδιος εισήγαγε τον όρο “κοινωνικό-ιστορικό”, διότι ακριβώς θεωρούσε ότι κοινωνία και Ιστορία είναι αδιάσπαστες και ότι εφόσον υπάρχει κοινωνία θα εξακολουθεί να υπάρχει Ιστορία. Η δε Ιστορία είναι, κατ’ αυτόν, δημιουργία».
Τι κατά τη γνώμη σας θα έλεγε σήμερα, όταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχε καταδικάσει την άνοδο του ανόητου-ασήμαντου;
«Νομίζω ότι η ασημαντότητα είναι αυτοτροφοδοτούμενη, τρέφεται από τον ίδιο της τον εαυτό και προχωράει. Το ερώτημα το οποίο έθετε ο Καστοριάδης ήταν “μέχρι πού είναι δυνατόν να φθάσει;”. Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να συνεχίσουν επ’ άπειρον να έχουν ως μόνο νόημα της ζωής τους τα υλικά αγαθά που τους προσφέρει ο πολιτισμός μας; Προέτρεπε δε αυτούς που έχουν συνείδηση των προβλημάτων να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν “ώστε ο κόσμος να ξυπνήσει από τον σημερινό του λήθαργο και να αρχίσει να δρα προς την κατεύθυνση της ελευθερίας”».
Θα έκανε λόγο για «γραφειοκρατικό καπιταλισμό» σε ό, τι αφορά την Ελλάδα; «Δεν είχε ποτέ χαρακτηρίσει την Ελλάδα ως καθεστώς “γραφειοκρατικού καπιταλισμού”. Πίστευε ότι οι ειδικές ιστορικές συνθήκες, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, δεν επέτρεψαν να συσταθεί και να διαρκέσει στον χρόνο μια πραγματική αστική τάξη η οποία θα εγκαθιστούσε έναν καπιταλισμό όπως αυτός των άλλων δυτικών χωρών».
Θα μπορούσατε να διακινδυνεύσετε να μας πείτε πώς θα περιέγραφε σήμερα την επανάσταση;
«Ο Καστοριάδης είχε πολύ σαφή άποψη για την επανάσταση και την είχε εκφράσει σε διάφορες ευκαιρίες. Στο κείμενό του με τίτλο “Τι σημαίνει επανάσταση;”, το οποίο περιλαμβάνεται στο Οι ομιλίες στην Ελλάδα, εξηγεί ακριβώς ότι πρέπει να απαλλαγούμε “…από τις εικόνες που είχαμε στο μυαλό μας για οδοφράγματα, για κατάληψη των “χειμερινών ανακτόρων”, για εμφύλιους πολέμους, σφαγές και τρομοκρατίες… ” και συνεχίζει ορίζοντας την επανάσταση ως “ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, όσων θεσμών φυσικά εξαρτώνται από ρητή θέσμιση, με τη συλλογική δράση αυτής της κοινωνίας ή του μεγαλύτερου μέρους της».
- Υπάρχουν σήμερα συνεχιστές της σκέψης του;
«Δεν ξέρω αν ο όρος “συνεχιστές” είναι κατάλληλος. Αλλωστε ο Καστοριάδης δεν είχε ποτέ εμπλακεί σε μηχανισμούς ακαδημαϊκής εξουσίας. Πολλοί νέοι ερευνητές μελετούν το έργο του και εμπνέονται από αυτό. Διδακτορικές διατριβές έχουν ήδη γραφτεί και άλλες βρίσκονται σε εξέλιξη σε διάφορα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Υπάρχουν επίσης αυτήν τη στιγμή ομάδες μελέτης του έργου του σε πολλές χώρες σε τελείως διαφορετικά μήκη και πλάτη. Στην Αργεντινή, η ομάδα Magma, στις Βρυξέλλες, στο Facultes Universitaires Saint-Louis, η έδρα Φιλοσοφίας διοργανώνει μια ετήσια συνάντηση κάθε φορά με συγκεκριμένο θέμα και εκδίδει τα Cahiers Castoriadis στα οποία δημοσιεύονται οι παρεμβάσεις των ομιλητών. Μια άλλη ομάδα εργάζεται στο πλαίσιο της Nordic Summer University και συσπειρώνει μελετητές από τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Δανία, ενώ στην Αυστραλία εμπνέεται από το έργο του η ομάδα πανεπιστημιακών που εκδίδει το περιοδικό “Thesis Eleven”. Το κύριο χαρακτηριστικό του έργου του Καστοριάδη μοιάζει να είναι η αντίστασή του στον χρόνο. Ισως όμως τελικά το πέρασμα του χρόνου επέτρεψε την κατανόηση μιας πρωτοποριακής σκέψης επιβεβαιώνοντάς την. Ως εκ τούτου, αποκτάει διαρκώς καινούργιο κοινό που ανανεώνει το έργο με την ανάγνωσή του και ανανεώνεται από αυτό».
Πολύ περιεκτικό το άρθρο, αλλά θα ήταν πλήρες αν αναφέρατε & τον τρόπο με τον οποίο συνελήφθη από την κυβέρνηση Μεταξά. Δηλ. ποίος τον κάρφωσε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ’39 συνελήφθη και ανακρίθηκε από τη Μεταξική Ασφάλεια, σύλληψη για την οποία έκτοτε κατηγορούσε τον Αντρέα Παπανδρέου, επειδή ο τελευταίος, συλληφθής και ανακρινόμενος από την Ασφάλεια κατονόμασε ορισμένους γνωστούς του, μεταξύ αυτόν και τον Καστοριάδη.
ΑπάντησηΔιαγραφή